* μαρξιστικά κείμενα, στοχασμοί, απόψεις, για τα σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα * αναλύσεις * ιδέες * και ότι έχει σχέση με τον άνθρωπο σήμερα...
Γ. Βήχας: «Να ακουστεί η φωνή τριών εκατομμυρίων ανασφάλιστων συμπολιτών μας στην καρδιά της Ευρώπης»

Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει.

Bertolt Brecht, 1898-1956, Γερμανός συγγραφέας



"Σκέφτομαι πως αυτά τα τρία συστατικά πρέπει νά 'χει η ζωή: το μεγάλο, το ωραίο και το συγκλονιστικό. Το μεγάλο είναι να βρίσκεσαι μέσα στην πάλη για μια καλύτερη ζωή. Όποιος δεν το κάνει αυτό, σέρνεται πίσω απ' τη ζωή. Το ωραίο είναι κάθε τι που στολίζει τη ζωή. Η μουσική, τα λουλούδια, η ποίηση. Το συγκλονιστικό είναι η αγάπη. Νίκος Μπελογιάννης

..........Ανατροπή του καπιταλισμού και όχι διαχείριση...

"η χώρα δεν έχει ανάγκη από μια συμφωνία γενικά. έχει ανάγκη από μια έξοδο από τα αδιέξοδα των μνημονίων, από μια σύνθετη πολιτική διεξόδου και αναγέννησης σε όλους τους τομείς, παραγωγικής και πνευματικής – κοινωνικής, εθνικής ανασυγκρότησης, που δεν μπορεί να γίνει μέσα από τα νεοφιλελεύθερα δόγματα και τους όρκους πίστης στις συνθήκες της ε.ε., χωρίς έναν σταθερό προσανατολισμό για μια νέα θέση της χώρας στον γεωπολιτικό άξονα. [ο δρόμος της αριστεράς]

Powered By Blogger

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Μανουέλα Καρμένα δήμαρχος της Μαδρίτης: «Θαυμάζω τους Ελληνες»

Η δήμαρχος της Μαδρίτης, η κομμουνίστρια επί Φράνκο που γλίτωσε το 1977 από τρομοκρατική επίθεση ακροδεξιών παραστρατιωτικών, η ακτιβίστρια των Indignados, μιλάει για τις βουλευτικές εκλογές στην Ισπανία, για την Ελλάδα και για τη χαρά της ζωής
Η δήμαρχος της Μαδρίτης συνοδευόμενη από την εγγονή της Λόλα. 
Φωτογραφία: AFP/visualhellas.gr, REX shutterstock

Εχει συμπληρωθεί ένα εξάμηνο από τότε που η μεγαλύτερη πόλη του ισπανικού κράτους απέκτησε την πρώτη, έπειτα από δυόμισι δεκαετίες, αριστερή δήμαρχο. Και όχι οποιαδήποτε αριστερή δήμαρχo, αλλά τη Μανουέλα Καρμένα, την πάλαι ποτέ «κόκκινη δικαστίνα» της Μαδρίτης και μετέπειτα «Πασιονάρια των Αγανακτισμένων».
Κομμουνίστρια επί Φράνκο που γλίτωσε το 1977 από τρομοκρατική επίθεση ακροδεξιών παραστρατιωτικών, εισηγήτρια των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ιέρεια κατά της διαφθοράς στο δικαστικό σώμα και ακτιβίστρια των Indignados, η Μανουέλα Καρμένα είναι μια σπουδαία φυσιογνωμία της μαδριλένικης ζωής. Στα 71 της τέθηκε επικεφαλής του συνδυασμού «Ahora Madrid» στις δημοτικές εκλογές του περασμένου Μαΐου, ο οποίος υποστηρίχθηκε και από τους Podemos. Τερμάτισε με οριακή διαφορά δεύτερη, αλλά ανέλαβε τη δημαρχία με τη στήριξη του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Η πρώτη πρωτοβουλία που ανέλαβε ως δήμαρχος σε μια πόλη που ταλανίζεται από τη στεγαστική φούσκα αφορούσε τους πλειστηριασμούς. 
Το καλοκαίρι ακύρωσε πάνω από 2.000 διαταγές εξώσεων και βρίσκεται σε διαρκή διαβούλευση με τους τραπεζίτες για την επίλυση του στεγαστικού ζητήματος. Η ίδια ιεραρχεί την ανακούφιση από την ακραία φτώχεια σε βασική προτεραιότητα της διοίκησής της. Δεν στέκεται όμως μόνο σ' αυτά, δίνει το στίγμα της αλλαγής με την προσωπική της στάση, μειώνοντας τον μισθό της και αποκηρύσσοντας το επίσημο αυτοκίνητο για το αγαπημένο της ποδήλατο ή το μετρό. Εκεί την πετυχαίνουν οι πολίτες της Μαδρίτης τα πρωινά και τη φωνάζουν όπως η ίδια επιθυμούσε, με το μικρό της όνομα. 
Η ανάληψη της δημαρχίας από μέρους της πλασαρίστηκε τότε από τον διεθνή Τύπο ως «πρόβα διακυβέρνησης» των Podemos εν όψει των εθνικών εκλογών. Σήμερα, που ανοίγουν οι κάλπες στην Ισπανία, αυτό το σενάριο δεν κερδίζει πολλούς πόντους, αφενός γιατί οι Podemos στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις τερματίζουν τέταρτοι και αφετέρου γιατί  - όπως η ίδια δηλώνει - στην αποκλειστική της συνέντευξη στο BHMAgazino: «Δεν θα στηρίξω κανένα κόμμα. Είμαι δήμαρχος όλων των πολιτών».

Ποιες είναι οι βασικές προτεραιότητες που έχετε θέσει ως δήμαρχος της Μαδρίτης, αυτές που όπως θα λέγαμε αποτυπώνουν το στίγμα των διαθέσεών σας; «Κοιτάξτε, το πρώτο πράγμα που κάναμε εγώ και η ομάδα μου όταν μπήκαμε στο δημαρχείο ήταν να προχωρήσουμε σε μια σωστή εκτίμηση της κατάστασης που επικρατούσε, γιατί ο δήμος βρισκόταν για δύο δεκαετίες στον έλεγχο του Λαϊκού Κόμματος. Μη με παρεξηγήσετε, δεν το λέω με καχυποψία. Μου φαινόταν απολύτως λογικό να μελετήσω πρώτα το προηγούμενο μοντέλο διοίκησης, εντοπίζοντας τα καλά και τα κακά σημεία και μετά να αναλάβω δράση. Από 'κεί και πέρα, η επίλυση του στεγαστικού ζητήματος ήταν το πρώτο που με απασχόλησε. Ξεκινήσαμε μια διαβούλευση με τους τραπεζίτες με στόχο να αποτραπούν οι εξώσεις. Το καλοκαίρι ακυρώσαμε πάνω από 2.000 διαταγές εξώσεων και έχουμε πολύ δρόμο ακόμη να βαδίσουμε».

Η λιτότητα και η διαφθορά είναι τα βασικότερα προβλήματα της Μαδρίτης και προφανώς ολόκληρης της χώρας. Αλλάζει κάτι σ' αυτά τα πεδία; «Αναμφισβήτητα είναι τα πιο μεγάλα προβλήματα και κάναμε αγώνες πολλά χρόνια πριν. Προσωπικά εκτιμώ ότι για αυτόν τον λόγο πετύχαμε αυτή τη νίκη. Η πιο δύσκολη μάχη είναι με τη λιτότητα, με την έννοια ότι σ' ένα περιβάλλον που εφαρμόζονται περιοριστικές πολιτικές σε ολόκληρη τη χώρα τα περιθώρια ελευθερίας που υπάρχουν για έναν δήμο είναι περιορισμένα. Παρ' όλα αυτά, αλλάξαμε τις προτεραιότητες στο δημοτικό συμβούλιο. Εγκαινιάσαμε μια κουλτούρα ότι η πρώτη μας μέριμνα είναι οι άνθρωποι. Οι πρωτοβουλίες που πήραμε για τους πλειστηριασμούς και την παιδική σίτιση είναι ένα τέτοιο δείγμα. Πρέπει να προστατεύσουμε την αξιοπρέπεια των ανθρώπων. Οι πολίτες της Μαδρίτης μάς εξέλεξαν και δουλεύουμε για αυτούς στη βάση μιας καλής και εξορθολογισμένης διαχείρισης οικονομικών πόρων. Αυτή η δουλειά αναγνωρίζεται. Πρέπει να δείτε πώς μου μιλάνε οι πολίτες στον δρόμο. Νιώθω πραγματικά περήφανη για αυτό. Για τη διαφθορά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρέπει να δοθεί ένα τέλος. Το κυνηγάμε κάθε μέρα θεσπίζοντας διαδικασίες διαφάνειας και λογοδοσίας».

Οι Podemos μαζί με άλλες αριστερές οργανώσεις στήριξαν την υποψηφιότητά σας για τη Μαδρίτη. Αυτό σημαίνει ότι θα στηρίξετε κι εσείς τους Podemos για τις εθνικές εκλογές; «Οχι, δεν σημαίνει αυτό. Εγώ αντιλαμβάνομαι ότι είμαστε μια συμμαχία πολιτών που απαρτίζεται από διαφορετικές οργανώσεις, κόμματα και προσωπικότητες. Δεν είμαστε όμως ένα κόμμα, γι' αυτό κι εγώ δεν θα στηρίξω κανένα κόμμα στις σημερινές εκλογές. Εχω αφοσιωθεί στη Μαδρίτη και ελπίζω εδώ να χτίσουμε ένα υπόδειγμα για ολόκληρο το κράτος. Το δήλωσα από την πρώτη ημέρα της εκλογής μου και το τηρώ: είμαι δήμαρχος όλων των Μαδριλένων».

Δώσατε πολλούς αγώνες στο παρελθόν υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Θεωρείτε ότι η νίκη σας συνιστά μια αναγνώριση αυτής της δράσης; «Από μία άποψη, θα έλεγα ναι. Ο κόσμος με εμπιστεύτηκε, επειδή γνώριζε το παρελθόν μου. Από την άλλη, ο κόσμος βαρέθηκε να μην εκπροσωπείται. Το κίνημα 15Μ (το κίνημα των Αγανακτισμένων) εξέφρασε ακριβώς αυτή την ανάγκη. Αυτό που είμαστε σήμερα είναι απότοκο εκείνης της πολιτικής ενέργειας».

Μια γυναίκα δήμαρχος είναι ένα βήμα για την έμφυλη ισότητα στην πολιτική;«Σαφώς είναι. Δείχνει ότι οι γυναίκες δεν αντιστοιχούν στο στερεότυπο του "αδύναμου φύλου", ούτε έχουν θέση μόνο στην ιδιωτική σφαίρα της ζωής. Αντιθέτως, είμαστε έτοιμες, όπως ακριβώς και οι άνδρες, να διοικήσουμε και να τρέξουμε στην πολιτική».

Η καθημερινότητά σας άλλαξε από τη στιγμή που αναλάβατε τα νέα σας καθήκοντα; «Η καθημερινότητά μου γέμισε με μια γοητευτική τρέλα. Αναμενόμενο, αν αναλαμβάνεις τη δημαρχία μιας τόσο μεγάλης πόλης όπως η Μαδρίτη. Η ατζέντα μου είναι διαρκώς γεμάτη, έχω μια σειρά από ανελαστικές δεσμεύσεις που με γεμίζουν άγχος. Εξακολουθεί, όμως, να μου φαίνεται συναρπαστικό όλο αυτό. Για μένα είναι σημαντικό να διαφυλάξω το στοιχείο της απευθείας επικοινωνίας με τον κόσμο (κι αυτός είναι ίσως ένας λόγος για τον οποίο η ατζέντα μου είναι γεμάτη). Δεν θέλω να το εγκαταλείψω, είναι βασικό για μένα να υπάρχει άμεση επαφή. Πηγαίνω στο δημαρχείο με το μετρό, ο κόσμος έρχεται, μου μιλάει, με ρωτάει, μου ζητάει να βγάλουμε selfie».

Ελλάδα και Ισπανία έχουν παράλληλες διαδρομές στην υπόθεση της οικονομικής κρίσης. Ωστόσο στην Ελλάδα η έξοδος δεν φαίνεται ορατή στο άμεσο μέλλον. Με βάση την εμπειρία σας, τι θα λέγατε στους πολίτες της Ελλάδας; «Φαντάζομαι τις διαφορετικές και συχνά δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζει ο πληθυσμός στην Ελλάδα. Θέλω να σας πω, όμως, ότι θαυμάζω τους Ελληνες. Με εντυπωσιάζει η αλληλεγγύη που δείχνουν στους πρόσφυγες παρά τη δική τους κρίση. Πιστεύω ότι είστε ένας δυνατός λαός. Συνεχίστε, λοιπόν, να προσπαθείτε και δοκιμάστε διαφορετικά και εναλλακτικά μοντέλα διοίκησης με γνώμονα πάντα την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης».

Στα χρόνια της κρίσης εξοικειωθήκαμε με τη δυστυχία και τη μιζέρια. Είναι πιθανό να ανακαλύψουμε ξανά τη χαρά της ζωής; «Δεν ξέρω αν είναι πιθανό. Ξέρω πολύ καλά ότι είναι απαραίτητο να το κάνουμε. Δεν γίνεται αλλιώς. Δεν θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε πολιτικές και κοινωνικές λύσεις για τα προβλήματα που γέννησε η κρίση, αν δεν μας ελκύει η μαγεία της ζωής. Θα καταδικαστούμε σε μια ανέμπνευστη έρημο. Δεν αρκεί να λέμε "θα το ξεπεράσουμε". Πάμε να το κάνουμε».

______________
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Ζακ Ζυλιάρ: Ενας αγώνας δρόμου ανάμεσα στην αδιαφορία των πολιτών και στην ανάγκη τους να συμμετέχουν. Καθήκον της Αριστεράς είναι να δώσει σε αυτήν την προσδοκία μια κατεύθυνση.

Η Αριστερά δεν κατοικεί στα κόμματα αλλά στις καρδιές των ανθρώπων
Οργανικός διανοούμενος της λεγόμενης «Δεύτερης Αριστεράς», ο 82χρονος Ζακ Ζυλιάρ 
είναι σήμερα ενεργός πολιτικός αρθρογράφος στο αριστερό περιοδικό «Marianne» | HANNAH ASSOULINE

Ενας αγώνας δρόμου βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη στις περισσότερες κοινωνίες. Ενας αγώνας δρόμου ανάμεσα στην αδιαφορία των πολιτών και στην ανάγκη τους να συμμετέχουν. Καθήκον της Αριστεράς είναι να δώσει σε αυτήν την προσδοκία μια κατεύθυνση.

Ετσι κλείνει το σπουδαίο έργο του Ζακ Ζυλιάρ Οι Αριστερές της Γαλλίας (μτφρ. Χριστιάννα Σαμαρά, επιστημονική επιμ. Δημήτρης Αντωνίου, γλωσσική επιμ. Αννα Μαραγκάκη, εκδ. Πόλις).
Με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο, ο συγγραφέας παρακολουθεί τις κομβικές στιγμές στην ιστορία της πληθυντικής γαλλικής Αριστεράς από το 1762 έως το 2012, φωτίζει τις διαφορετικές πολιτικές κουλτούρες της και αναδεικνύει τις εμβληματικές προσωπικότητές της σε αντιθετικά ζεύγη (Βολταίρος-Ρουσσώ, Ροβεσπιέρος-Δαντών, Θιέρσος-Μπλανκί, Ουγκώ-Λαμαρτίνος, Κλεμανσό-Ζωρές, Σαρτρ-Καμύ, Μεντές-Μιτεράν κ.ά.).
Το βιβλίο του καλύπτει ένα βιβλιογραφικό κενό και είναι κρίσιμο για την πολιτική, πολιτισμική και πνευματική ιστορία της Αριστεράς γενικότερα, συνομιλεί μάλιστα έμμεσα και με την ελληνική επικαιρότητα.
Διαβάζοντας τον Ζυλιάρ γίνεται φανερό ότι η πολιτική ιστορία της Αριστεράς βρίσκεται στην απαρχή των μεγάλων συζητήσεων και της πολεμικής που εξελίσσεται στις μέρες μας για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα των προσφύγων, για τον χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας, για τη στρατηγική του κρατικού προϋπολογισμού και τις κοινωνικές παροχές, για το αίτημα της εκπαίδευσης, για τον εξανθρωπισμό της εργασίας, για την προστασία της Δημοκρατίας απέναντι στις επιθέσεις του νεοφιλελευθερισμού…
Οργανικός διανοούμενος της λεγόμενης «Δεύτερης Αριστεράς» (του Μ. Ροκάρ κ.ά.), ο 82χρονος Ζακ Ζυλιάρ είναι σήμερα ενεργός πολιτικός αρθρογράφος στο αριστερό περιοδικό «Marianne».
Ιστορικός, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος που εργάστηκε και στον βιβλιοεκδοτικό χώρο, αφιέρωσε μέρος της ζωής του στον εργατικό συνδικαλισμό μέσα από τις τάξεις της CFDT (Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας) και δίδαξε στην πανεπιστημιακή Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales.
Η αποκλειστική συνέντευξή του στην «Εφ.Συν.» δόθηκε τηλεφωνικά και κράτησε 70 λεπτά.
• Η Αριστερά, γράφετε, έχει την αφετηρία της στη συνάντηση της ιδέας της Δικαιοσύνης και της ιδέας της Προόδου. Ομως οι σημερινές κοινωνίες σπαράσσονται από νέες ανισότητες και συνθλίβονται από τις αντιφάσεις της προόδου. Αρα, ποια είναι η πρόκληση για μια σύγχρονη εκδοχή της Αριστεράς;
Δεν νοείται Αριστερά που δεν θα επιδιώκει την πραγμάτωση της δικαιοσύνης μέσα στο πλαίσιο της προόδου. Η αναγκαιότητα της δικαιοσύνης είναι ριζωμένη στις αριστερές καρδιές, αλλά είναι γεγονός ότι η πρόοδος υφίσταται σκληρή κριτική, πόσο μάλλον όταν τη μετράμε με όρους ανάπτυξης.
Διότι η ανάπτυξη κοστίζει ακριβά, είναι μια σύνθετη και δύσκολη διαδικασία, και έχει συχνά αρνητικές επιπτώσεις, όπως η ατμοσφαιρική μόλυνση, η καταστροφή των φυσικών πόρων και άλλα που επισημαίνουν οι Οικολόγοι.
Ωστόσο δεν μπορούμε να υποκύψουμε σε τέτοια επιχειρήματα. Η πρόοδος στην ιατρική άλλαξε τον κόσμο περισσότερο από τον σοσιαλισμό, και η παραγωγικότητα αντιμετώπισε την πείνα, όχι ακόμα στον βαθμό ούτε στο εύρος που θα έπρεπε, αλλά το έκανε. Η Αριστερά παραμένει λοιπόν δεμένη με την ιδέα της προόδου. Ομως υπάρχουν νέα δεδομένα που θα πρέπει να λάβει υπόψη της και ενδεχομένως να τα αξιοποιήσει.
Χαρακτηριστική η ανάδυση μορφών λαϊκής συμμετοχής έξω από την εκλογική διαδικασία. Χαρακτηριστικό και το ότι σήμερα τα πολιτισμικά φαινόμενα έχουν γίνει πιο σημαντικά -ή έστω το ίδιο σημαντικά- με τα οικονομικά φαινόμενα. Ποιος θα έλεγε π.χ. πριν από 30 χρόνια ότι το Ισλάμ θα αποκτούσε τον ρόλο που έχει τώρα; Γι’ αυτό θεωρώ πως η πρόκληση για τη σύγχρονη θεσμική Αριστερά είναι η ενίσχυση και η εμβάθυνση της δημοκρατίας.
• Δείχνετε ιδιαίτερα συγκινημένος όταν μιλάτε στο βιβλίο σας για την Παρισινή Κομμούνα (18 Μαρτίου-28 Μαΐου 1871), μετά τον γαλλογερμανικό πόλεμο, και την ξεχωρίζετε ως «το μοναδικό αντιστάθμισμα σε πάνω από δύο αιώνες ψέματος και φενάκης». Τι σημαίνει εκείνη η στιγμή για τον σημερινό αριστερό άνθρωπο;
Η Κομμούνα -που πνίγηκε στο αίμα- ήταν η ουτοπική στιγμή της Δημοκρατίας, μια βιωμένη ουτοπία στην πορεία της Αριστεράς και του γαλλικού σοσιαλισμού που δεν είχε ακόμα γνωρίσει τη φρίκη του σταλινισμού.
Γεννήθηκε αυθόρμητα από τους εργάτες και τους τεχνίτες που αμφισβητούσαν το πανίσχυρο κράτος και γέννησε τη μοναδική αντιεξουσιαστική κυβέρνηση που γνωρίζουμε στον δυτικό κόσμο. Ηταν μια γνήσια προλεταριακή παρένθεση σε μια ιστορία βεβαρημένη με «αναγκαία βήματα», και είχε χαρακτήρα περισσότερο προυντονικό, ελευθεριακό, παρά μαρξιστικό. Ωστόσο πιστεύω ότι στις μέρες μας, ενώ ο λενινισμός έχει πεθάνει, η Κομμούνα είναι ζωντανή.
Διότι η απελευθέρωση των εργατικών τάξεων παραμένει ζητούμενο, και δεν περιμένουμε πια τίποτα από τον αυταρχικό σοσιαλισμό -όσες αντιρρήσεις και αν έχουν οι υποστηρικτές του- αφού απέτυχε και δεν κατάργησε την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Επίσης διότι έχουν αρχίσει να εμφανίζονται νέες πολιτικές-κινηματικές-συμπεριφορές και, παράλληλα, κερδίζει έδαφος η ιδέα πως η έμμισθη εργασία δεν αποτελεί πια το ανώτατο στάδιο στην εξέλιξη των κοινωνιών.
Βλέπω δηλαδή ότι σήμερα η Αριστερά δεν κατοικεί τόσο στα κόμματα όσο μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, ως πόθος σοσιαλιστικός για ισότητα (η οποία αποτελεί ιδιότητα της δικαιοσύνης) στο πλαίσιο της ελευθερίας.
• Το βιβλίο σας αποδεικνύει ότι η εμπειρία της εξουσίας είναι μια σκληρή δοκιμασία για τις Αριστερές. Εκφράζεστε μάλιστα πολύ κριτικά για τον Φρανσουά Μιτεράν που μετά το 1988 «οργανώνει τον περίγυρό του σε Αυλή», εδραιώνει μια «προσωποπαγή εξουσία», απαλλάσσεται από τον δραστήριο πρωθυπουργό του, τον Ροκάρ, και «αδρανοποιεί το Σοσιαλιστικό Κόμμα». Αραγε βλέπετε στο σημερινό τοπίο κάποιον πολιτικό φορέα που θα μπορούσε να εκφράσει τους μελλοντικούς προσανατολισμούς της Αριστεράς;
Δεν θα ήθελα να υποδείξω το ένα ή το άλλο κόμμα, επειδή αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι ότι προχωράμε ψηλαφώντας την πραγματικότητα. Η Αριστερά δεν έχει καταφέρει να σταθεί στα πόδια της μετά την κατάρρευση του σοβιετικού σοσιαλισμού που άφησε τον λαό της αφοπλισμένο απέναντι στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων και στην ηγεμονία του κεφαλαίου.


O Φρανσουά Μιτεράν | 
AP PHOTO
Ετσι, σήμερα δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, σοσιαλισμός καθ’ εαυτόν αλλά κόμματα κοινωνικά (partis sociaux) που αρκούνται στο να απαιτούν περισσότερη ισότητα. Η «Αριστερά του Αύριο» θα προκύψει μέσα από την κοινωνία του αύριο και δεν θα είναι ένα έτοιμο μοντέλο που θα εφαρμοστεί επάνω στην κοινωνία. Θα τροφοδοτείται από την ίδια της τη δυναμική και θα πρέπει διαρκώς να αντλεί συμπεράσματα από τις εξελίξεις προκειμένου να προσαρμόζεται καλύτερα στην αναγκαιότητα της δικαιοσύνης.
Σήμερα λ.χ. έχουν παρουσιαστεί νέα φαινόμενα επαγγελματικής οργάνωσης, ακόμα και στο εσωτερικό του καπιταλισμού, και είναι λάθος που τα συνδικάτα τα παραβλέπουν. Στη Γαλλία χρησιμοποιούμε τον νεολογισμό «uberisation» για να περιγράψουμε την ιδιωτική πρωτοβουλία που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά με ψηφιακούς τρόπους και ανταγωνίζεται (ή και απειλεί) κάποια παραδοσιακά επαγγέλματα. Σκεφτείτε τις μεσιτικές υπηρεσίες του AirBnb, τις βιβλιοπωλικές υπηρεσίες της Amazon, τους σοφέρ της Uber κ.ο.κ.
• Τι λέει για τα νέα φαινόμενα η γαλλική Αριστερά των διανοουμένων;
Δεν έχει τίποτα να πει. Δεν βλέπω κανέναν αναστοχασμό, καμία ανησυχία, καμία διανοητική διερεύνηση. Οι μεγάλοι στοχαστές της Αριστεράς, ο Μαρξ, ο Προυντόν κ.ά., ήταν διαρκώς σε εγρήγορση σε σχέση με οτιδήποτε συνέβαινε στην κοινωνία, στο κράτος, στην ιδιωτική σφαίρα.
Αντίθετα, σήμερα στη Γαλλία δεν υπάρχει καμία διανοητική περιέργεια. Ενα παράδειγμα είναι αυτό το βιβλίο για τις Αριστερές. Ολες οι πολιτικές και πνευματικές οικογένειες μού ζήτησαν να το σχολιάσω, όλες εκτός από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, κι ας είμαι προσωπικός φίλος του Φρανσουά Ολάντ.
Αρα σημαίνει ότι το πρώτο ηγεμονικό κόμμα στην ιστορία των Αριστερών της Γαλλίας είναι ένα κόμμα αποξηραμένο. Και μη μου πείτε ότι φταίει η εμπειρία της διακυβέρνησης. Οχι. Φταίει η γραφειοκρατία και το ότι το κόμμα είναι κουρδισμένο σύμφωνα με τα δεδομένα της προηγούμενης ιστορικής περιόδου.

«Ο Τσίπρας αφύπνισε την Ελληνική Δημοκρατία»

• Στην Αριστερά του 20ού αιώνα, ο διεθνισμός υπήρξε ένα κομβικό στοιχείο. Ωστόσο η ελληνική εμπειρία έδειξε ότι είναι μάλλον περιορισμένη η δυνατότητα της σημερινής Αριστεράς να κινητοποιήσει δυνάμεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ποιο μοντέλο δράσης θα θεωρούσατε αποτελεσματικό για το μέλλον;
Ηδη από τις αρχές του 20ού αιώνα οι κοινωνιολόγοι των διαφόρων πολιτικών οικογενειών είχαν συλλάβει τις γραφειοκρατικές ζυμώσεις στα κόμματα. Σήμερα είναι πια σαφές ότι οι πολίτες συσπειρώνονται γύρω από συγκεκριμένες, στοχευμένες, πρόσκαιρες δράσεις, δραστηριότητες ή πρωτοβουλίες, έτσι ώστε παραπέμπουν περισσότερο σε ομάδες εργασίας (task groups). Επιθυμούν να συνάπτουν ατομικά και όχι συλλογικά «συμβόλαια». Να επιλέγουν οι ίδιοι τις υποθέσεις για τις οποίες θα αγωνίζονται.
Να χειραφετηθούν από τις άνωθεν «αρχές». Αυτό παρατηρείται στη Γαλλία, στη Σουηδία, στη Βενεζουέλα κ.α. όπου τα ισχυρά σοσιαλιστικά κόμματα παρουσίασαν την αρτηριοσκλήρωση που περιέγραψα. Με άλλα λόγια, μια καινούργια μορφή στράτευσης παίρνει πλέον τη σκυτάλη: μια κινητοποίηση που εστιάζει κάθε φορά σε διαφορετικό σκοπό.
Οι πολίτες δεν θέλουν πια το κόμμα-εκκλησία, δεν θέλουν «πολυεργαλεία». Θέλουν «ειδικευμένα εργαλεία». Δεν θέλουν έναν Παπανδρέου, έναν Τσίπρα, έναν Ολάντ σε ρόλο… Μωυσή.
• Πώς αποτιμάτε το «φαινόμενο Τσίπρας», σε μια εποχή μάλιστα που η εξουσία του χρηματοπιστωτικού συστήματος μοιάζει να επιβάλλεται στην πολιτική εξουσία και η κυβέρνησή του υποχρεώνεται να θυσιάσει τα κοινωνικά κεκτημένα του αριστερού κινήματος;
Ο Αλέξης Τσίπρας αξίζει τον έπαινο για το ότι πέτυχε να αφυπνίσει τον ελληνικό λαό αλλά και την ίδια τη Δημοκρατία, που ήταν αποκοιμισμένη, διεφθαρμένη και κυνική. Είναι ένας εξαιρετικός εθνεγέρτης (eveilleur exceptionnel).
Αποκάλυψε το αδιέξοδο στο οποίοι οδηγούνται τα ιστορικά εμπόδια και τώρα το πληρώνει πολύ ακριβά, αφού είναι υποχρεωμένος πλέον να ασχοληθεί με την οικονομία και όχι πια με την ιδεολογία. Δεν μπορούμε να πούμε πόσο θα κρατήσει αυτή η κατάσταση ούτε για πόσο θα έχει λαϊκή στήριξη.
Διότι είναι κι αυτό εντυπωσιακό: ότι ο κόσμος τον ακολούθησε σε όλη τη διαδρομή, ακόμα και των δικών του μετασχηματισμών. Κι εκείνος τους οδήγησε ώς το χείλος της ουτοπίας και τώρα τους οδηγεί στο χείλος του ρεαλισμού. Είναι άγνωστο τι θα μείνει στο τέλος.

Αλλά είναι σίγουρο ότι ο εκδημοκρατισμός της ελληνικής πολιτικής είναι έργο του Τσίπρα, ο οποίος επανεισήγαγε τον λαό σε ένα τοπίο όπου κυριαρχούσαν οι προνομιούχοι, οι γραφειοκράτες και οι αιώνιοι «παράγοντες». Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, περισσότερη σημασία έχει ο πολιτικός απολογισμός του, παρά ο κυβερνητικός απολογισμός του.

Μια καινούργια πολιτική κουλτούρα

Για τον ιστορικό, γράφει ο Ζακ Ζυλιάρ, «δεν μπορεί να υπάρχει ένας αφηρημένος και a priori ορισμός της Αριστεράς. Η Αριστερά είναι ό,τι κάθε στιγμή θεωρείται ως τέτοια από τους συγχρόνους της».
Το σπουδαίο έργο του Ζακ Ζυλιάρ Οι Αριστερές της Γαλλίας (μτφρ. Χριστιάννα Σαμαρά, επιστημονική επιμ. Δημήτρης Αντωνίου, γλωσσική επιμ. Αννα Μαραγκάκη, εκδ. Πόλις) | 
Οι Αριστερές της Γαλλίας υπηρετούν αυτήν την άποψη, κι έτσι ως ανάγνωσμα αποκτούν μια διάσταση πολιτικού σασπένς. Ομως το σημαντικότερο είναι η καινοτόμα προσέγγιση του συγγραφέα. Ο Ζυλιάρ δεν προσεγγίζει την Αριστερά με άξονα τα κόμματα που εξέφρασαν τις αποχρώσεις της σε μια διαδρομή δυόμισι αιώνων.
Ούτε την περιορίζει στην αντιπαράθεσή της με τη Δεξιά. Αντίθετα την ταξινομεί σε οικογένειες ενός πολιτισμικού συστήματος, με κριτήρια πολιτικά και φιλοσοφικά που εγγράφονται στον μακρύ χρόνο και παίρνουν υπόψη τους τον τρόπο άσκησης της εξουσίας.
Ετσι διακρίνει τη Φιλελεύθερη Αριστερά (…την Αριστερά της Δεξιάς, που ενέπνευσε και μια μερίδα ριζοσπαστών), την Ιακωβίνικη Αριστερά που έδωσε έμφαση στην πολιτική (και ενέπνευσε αφενός ριζοσπάστες και αφετέρου σοσιαλιστές και κομμουνιστές), την Κολεκτιβιστική Αριστερά που υπήρξε, γράφει, «επαναστατική στη ρητορική της αλλά πολύ συχνά κυβέρνησε μαζί με την αστική τάξη» (και ενέπνευσε αφενός σοσιαλιστές και κομμουνιστές και αφετέρου αναρχικούς).
Τελευταία, η Ελευθεριακή Αριστερά που ενέπνευσε τον αναρχοσυνδικαλισμό και είναι η μόνη που δεν μπήκε ποτέ στο γαλλικό Κοινοβούλιο.
Από εκεί και πέρα, ο συγγραφέας προχωρά σε ποικίλες διασταυρώσεις που ξεναγούν τον αναγνώστη στην πολυπλοκότητα και στη ρευστότητα του πολιτικού βίου αλλά και στη διάκριση κοινοβουλευτικού και κυβερνητικού συστήματος.
Ειδικότερα εστιάζει στη βραχύβια εμπειρία του Λαϊκού Μετώπου, με τη σύζευξη το 1936 Κομμουνιστών, Σοσιαλιστών και Ριζοσπαστών υπό τον Λεόν Μπλουμ («ποτέ άλλοτε η εργατική τάξη δεν άσκησε τόση επίδραση στα γεγονότα και στις νοοτροπίες»).
Επειτα στέκεται στον Ντε Γκωλ, ο οποίος επιβάλλει το προεδρικό σύστημα που βάζει τέλος στην επαναστατική ατζέντα. Και καταλήγει στον Μιτεράν, που μετατρέπει το Σοσιαλιστικό Κόμμα σε κυβερνητικό κόμμα, και στον Ολάντ ο οποίος ενδεχομένως βάζει τις βάσεις για μια «σοσιαλδημοκρατία τρίτου τύπου».
Μιλώντας λοιπόν με τον Ζυλιάρ, του ζητήσαμε να ξεχωρίσει τις σημαντικότερες στιγμές για την ευρωπαϊκή ιστορία της Αριστεράς. Οπως είπε:
«Η πρώτη κομβική στιγμή όχι μόνο για την Ευρώπη αλλά, τολμώ να πω, και για την οικουμένη, είναι η Γαλλική Επανάσταση. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το ορόσημο 1789-1793. Η Γαλλική Επανάσταση εφευρίσκει μια καινούργια πολιτική κουλτούρα, τον ιακωβινισμό, που είναι ένας πρωτότυπος συνδυασμός νεωτερικής και κλασικής πολιτικής κουλτούρας.
Αυτός φέρνει στο προσκήνιο την πρωτοκαθεδρία του ατόμου, τα δικαιώματά του και την ιδέα του ατομικισμού (individualisme), ο οποίος βασίζεται στην ιδέα της ισότητας. Ταυτόχρονα επιμένει στη σημασία του κράτους και προτάσσει τη συμμαχία αυτών των δύο πόλων.
»Με δεδομένο λοιπόν ότι η Γαλλική Επανάσταση εφοδιάζει την Αριστερά με τις καταστατικές αρχές της, η δεύτερη κομβική στιγμή στην ευρωπαϊκή Ιστορία της θεωρώ πως είναι η Παλινόρθωση και η Ιουλιανή Μοναρχία (1814-1848), διότι τότε η Αριστερά συνδέεται με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και εγκαινιάζεται το πολιτικό στιλ με βάση το οποίο λειτουργούμε σήμερα.
Η διάσταση της καθολικής ψηφοφορίας και της κοινωνικοποίησης (socialisation) των μέσων παραγωγής μπαίνει στην πολιτική ζωή μετά την “άνοιξη των λαών” του 1848. Και έτσι η Αριστερά που ήταν φιλελεύθερη και ατομικιστική, γίνεται κολεκτιβιστική προκειμένου να προστατέψει τα κοινωνικά δικαιώματα των εργατικών τάξεων, και περιγράφεται ως “σοσιαλιστική”.
»Είναι αλήθεια ότι τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και ο κοινοβουλευτισμός γεννήθηκαν στην Αγγλία. Ομως θεωρώ πως το πρότυπο της μοντέρνας πολιτικής διαμορφώθηκε στη Γαλλία, και από εκεί διαδόθηκε σε πλήθος χώρες».
Συντάκτης: Μικέλα Χαρτουλάρη

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση: και τώρα τι;

 Του Ευτύχη Μπιτσάκη

Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση: και τώρα τι; Του Ευτύχη Μπιτσάκη
ΓΝΩΜΕΣ
Δημοσίευση στην εφημερίδα "ο δρόμος"  Φύλλο 280 - 3/10/2015

Η χώρα στο πιο κρίσιμο σημείο της νεώτερης ιστορίας της

Η διαμάχη για τη θέση της Ελλάδος στην υπό ενοποίηση Ευρώπη άρχισε από την εποχή της ίδρυσης της ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα -1958) και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τα αστικά κόμματα ήταν και είναι υπέρ της συμμετοχής. Η Aριστερά (τότε ΕΔΑ) ήταν εναντίον της ΕΟΚ (λάκκος των λεόντων). Η θέση αυτή ήταν σωστή. Τότε υπήρχε το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο», ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα στη Δύση, εργατικό κίνημα κ.λπ. Η Ελλάδα είχε συμμάχους στον πολιτικό και οικονομικό τομέα.
Σήμερα οι συνθήκες αυτές δεν υπάρχουν. Και σήμερα η χώρα μας είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένη και το πρόβλημα των σχέσεων με την Ε.Ε. συνεχίζει να διχάζει την Aριστερά. Ειδικότερα, υπήρξε το κύριο εμπόδιο στην συνεργασία των δυνάμεών της (επί του παρόντος) εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Αλλά, σήμερα, δεν πρόκειται απλώς για συμμετοχή ή μη για «μέσα» ή «έξω». Σήμερα παίζεται το μέλλον της Ελλάδας. Και οι μεν μονίμως υποτελειακοί δεν ανησυχούν. Αλλά οι ηγεσίες της Αριστεράς δεν μπόρεσαν να υπερβούν τις παραδοσιακές καταγωγικές αγκυλώσεις τους και να συγκροτήσουν ένα λαϊκό, πατριωτικό μέτωπο για τη σωτηρία της χώρας.
Πώς φτάσαμε λοιπόν σ’ αυτό το πιο κρίσιμο σημείο της νεώτερης ιστορίας μας; Η ιστορία αρχίζει από το 1944 με το καθεστώς της υποτέλειας, το οποίο «μεταβάλλον αναπτύσσεται» κατά τον σοφόν της Εφέσου: υποτέλεια, εμφύλιος, ΕΡΕ, χούντα, ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ. Τρεις Παπανδρέου, ο τρίτος χειρότερος από τους τρεις. Και οι απόντες από την Εθνική Αντίσταση, οι βιολογικοί ή ιδεολογικοί απόγονοί τους, οι μεγαλοαστοί και οι πολιτικοί εκφραστές τους, αντί να εξαφανιστούν από το πρόσωπο της γης (να πάνε σπίτι τους) έχουν το θράσος να κατηγορούν την Αριστερά, ειδικά τον ΣΥΡΙΖΑ, ότι σε έξι μήνες κατέστρεψε την Ελλάδα! Δεν υπάρχει λοιπόν φιλότιμο, αίσθημα ενοχής, τσίπα σ’ αυτόν τον κόσμο της υποτέλειας και της εθνικής καταστροφής; Ο Σαμαράς να κατηγορεί και ο Μεϊμαράκης να ειρωνεύεται! Νέοι καιροί, νέα ήθη!
Σήμερα: ΚΚΕ και εξωκοινοβουλευτική Αριστερά: Έξω από ευρώ και έξω από Ε.Ε. ΣΥΡΙΖΑ: από την Ευρώπη του κεφαλαίου στην Ευρώπη των λαών. Με ποιο τρόπο;
Για τους «Έξω». Έξω από την ΕΕ σημαίνει μια μικρή(;) επανάσταση. Κατά τον Λένιν αυτό απαιτεί, αν όχι τη στήριξη, τουλάχιστον την ευμενή στάση της πλειοψηφίας της κοινωνίας.
ΚΚΕ: Λαϊκή οικονομία, λαϊκή εξουσία: τι σημαίνουν αυτές οι δύο ψευδοέννοιες; Κι αν σημαίνουν κάτι, θα πραγματοποιηθούν με το 5% ή 6% του εκλογικού σώματος;
Εξωκοινοβουλευτική Αριστερά: Ανατροπή, επανάσταση, κομμουνιστική απελευθέρωση! Καθαρό σύνθημα το οποίο αποδέχεται επί του παρόντος περίπου το 1% των ψηφοφόρων. Μένει επί του παρόντος ο ΣΥΡΙΖΑ: Από την Ευρώπη του κεφαλαίου στην Ευρώπη των λαών. Τι σημαίνει το νεότευκτο Ευρώπη των λαών; Και πώς θα επιτευχθεί;
Η Αριστερά δεν κατάφερε, αυτά τα χρόνια, να εκπονήσει ένα ρεαλιστικό, ποσοτικοποιημένο πρόγραμμα εξόδου από το «λάκκο των λεόντων», ορθότερα: από τη φωλεά των εχιδνών. Έτσι, χάρη στον πατριωτισμό των πάλαι ποτέ «εθνικοφρόνων» φτάσαμε στο πρώτο και στο δεύτερο μνημόνιο κι άρχισε η εκποίηση ή η διαδικασία εκποίησης της ΔΕΗ, του ΟΤΕ αεροδρομίων, Λιμανιών, «φιλέτων» κτιρίων κ.λπ. Συνολικά η εκποίηση του κρατικού και κοινωνικού πλούτου. Προοπτική: Νεοαποικιακό καθεστώς. Απώλεια της οικονομικής ανεξαρτησίας. «Έλληνες εις γην ξένην».
Στις εκλογές που ακολούθησαν ο ΣΥΡΙΖΑ επεξεργάστηκε ένα πρόγραμμα που ανταποκρινόταν στις άμεσες ανάγκες της χώρας: να αποτραπεί η «ανθρωπιστική» κρίση, να παρθούν άμεσα μέτρα για την ανασυγκρότηση της οικονομίας κ.λπ. Βασικά συνθήματα: Δεν πουλάμε. Θάβουμε τα μνημόνια. Άλλοι πιο ριζοσπάστες: σκίζουμε τη δανειακή σύμβαση. Οι τελευταίοι ας ρώταγαν τον καθηγητή Κασιμάτη, αν «σχίζεται» και πώς «σχίζεται» η δανειακή σύμβαση!

To πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ…
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρινόταν στις άμεσες ανάγκες της στιγμής και ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτισε την πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα. Η Ε.Ε. κήρυξε αμέσως τον πόλεμο με πρόσχημα το χρέος. Οι «εταίροι», καθολικοί ή διαμαρτυρόμενοι, λατρεύουν από κοινού τον έναν και ομοούσιον Θεό: το χρήμα. Αλλά η βασική αιτία του πολέμου δεν ήταν το οικονομικό: Μετά το «θάνατο του μαρξισμού», μετά την πτώση του κομμουνισμού, μετά το τέλος των ιδεολογιών, μετά την αιώνια ειρήνη του καπιταλισμού, κάποια στιγμή ξεφυτρώνει, στο νότιο άκρο της Βαλκανικής, μια αριστερή (όχι κομμουνιστική) κυβέρνηση. Ώστε το φάντασμα του κομμουνισμού θα άρχιζε πάλι να στοιχειώνει τον νου και τον ύπνο των αστών;
Η θλιβερή, κουτοπόνηρη, μικρή και μικροπρεπής «ηγεσία» της Ε.Ε., αντέδρασε σωστά. Με πρόσχημα κυρίως το χρέος, κήρυξε τον πόλεμο: Ευρωπαϊκή Ένωση, δυνάμεις εγχώριες της υποτέλειας κ.λπ. ρίχτηκαν στη μάχη να θάψουν το εκ νεκρών αναστηθέν πτώμα. Από κοντά και το ΚΚΕ και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά που δεν δέχτηκε να παράσχει ούτε κάποια κριτική στήριξη στη νέα κυβέρνηση. Από τη μια οι τρομερές δυσκολίες, από την άλλη ο ιδεολογικός προσανατολισμός, τα μνημόνια δεν θάφτηκαν και το ξεπούλημα συνεχίστηκε από «σεβασμό» στις προηγούμενες δεσμεύσεις της Ν.Δ. Πολλοί άρχισαν να μιλούν για μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά όπως θα ισχυριστώ δεν επρόκειτο για «μετάλλαξη».
Έτσι, φθάσαμε στη μεγάλη μάχη με τους «εταίρους» για το χρέος. Παρακολουθήσαμε, όσοι διατηρούμε την ευαισθησία μας για τα κοινά, τη μάχη με τους εκπροσώπους των δανειστών: την αναλγησία τους μπροστά στην τραγωδία του ελληνικού λαού. Τη μικροψυχία τους, τη θεωρητική κακομοιριά τους. Τους παρακολουθήσαμε να κάθονται σαν αγράμματοι μπροστά στα επιστημονικά επιχειρήματα του Βαρουφάκη και των άλλων. Εντέλει, η αντιπροσωπεία δεν άντεξε. Και εγένετο το τρίτο και χειρότερο(;) μνημόνιο.

…και οι ευθύνες της ηγεσίας
Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ κατέληξε να υπογράψει; Δεν είχαν, λέει, προβλέψει αυτή τη στάση των εκπροσώπων των δανειστών. Είχαν αυταπάτες κ.λπ. Σωστό: Αλλά στη μάχη δεν πας με αυταπάτες, χωρίς συμμάχους, χωρίς οργάνωση που θα σε στηρίξει, χωρίς λαϊκό κίνημα. Όλα αυτά είναι σωστά και για όλα έχει ευθύνες προπαντός η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά η βασική αιτία της ήττας ήταν άλλη, προϋπήρχε και ήταν στρατηγικού χαρακτήρα: η δέκα φορές την ημέρα διαβεβαίωση στην πίστη και στην παραμονή στην Ε.Ε. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ξεπεράσει την ιδεολογία του τεθνεώτος ευρωκομμουνισμού. Δεν είχε ξεπεράσει όμως την ιδεολογία της «Ευρώπης των λαών». Έτσι φτάσαμε στο 3ο Μνημόνιο. Και η κυβέρνηση δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι θα τηρήσει όλες τις υποχρεώσεις, θα ανταποκριθεί σε όλες τις δεσμεύσεις, προηγούμενες και δικές της.
Και σήμερα, ουσιαστικά, δεν αγωνίζεται για το «κούρεμα» του χρέους μόνο για την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής. Να πληρώνουν και τα εγγόνια μας και να πλουτίζουν οι δανειστές και οι τράπεζές τους.
Η κυβέρνηση δηλώνει ότι θα ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της. Αυτό δεν σημαίνει μόνο νέα υποτέλεια και ξένη εποπτεία. Δεν σημαίνει μόνο οικονομική καταστροφή. Μόνο ξεπούλημα! Τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια είναι η αρχή. Ο τουρισμός, η βαριά βιομηχανία μας, κατά μια ανόητη έκφραση, θα περάσει στα χέρια των Γερμανών. Και οι Έλληνες; Γκαρσόνια. Και οι Έλληνίδες; Καμαριέρες! «Να γίνει η Ελλάδα ένα απέραντο ξενοδοχείο» (Σεφέρης).
Δεν κινδυνεύει σήμερα μόνο η οικονομική, η πολιτική και η εθνική ανεξαρτησία της χώρας. Ένας πολιτισμός 2.500 χρόνων, μια μακρά και πλούσια λαϊκή πολιτισμική παράδοση, η παράδοση της φιλοξενίας, οι ισχυροί ακόμα οικογενειακοί δεσμοί, το φιλότιμο, ο λαϊκός συναισθηματισμός, όλα αυτά που συνιστούν τον λαϊκό και λόγιο πλούτο θα σαρωθούν από την επέλαση της «αισχρής ανταλλαγής της μετρητοίς» (Μαρξ).
Αν δεν υπάρξει λαϊκό κίνημα και οργανωμένη πρωτοπορία, θα καταντήσουμε κι εμείς μια χώρα όπου θα κυριαρχεί ο αστικός ατομισμός. Μια χώρα με ένα λαό «πολιτισμένο», ψυχρό και αδιάφορο. Η αγροτοποιμενική Ελλάδα δεν ήταν βέβαια παράδεισος. Αλλά η καπιταλιστική ομοιομορφία και ισοπέδωση είναι ο θάνατος.
Θα μου πείτε: Υπήρχε ή θα μπορούσε να υπάρξει διαφορετική κατάληξη; Μια απόπειρα για απάντηση, σε επόμενο σημείωμα.
___________________
- δείτε περισσότερα: 

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Νίκος Πουλαντζάς. Υπερβαίνοντας την ιδεαλιστική και οικονομίστικη ανάγνωση του μαρξισμού

Συμπληρώνονται 79 χρόνια  σήμερα από την ημέρα που γεννήθηκε ο Νίκος Πουλαντζάς


Εβδομήντα και εννέα [79] χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την ημέρα που γεννήθηκε ο Νίκος Πουλαντζάς (21 Σεπτέμβρη 1936 – 3 Οκτώβρη 1979) και τα τρέχοντα γεγονότα αυτών των ημερών ξαναφέρνουν στην επικαιρότητα το έργο του και τις αναλύσεις του σχετικά με δύο καίρια ζητήματα: το κράτος και τον φασισμό.


Του Γιώργου Αλεξάτου*


Δυο ζητήματα στα οποία η συμβολή του στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας ήταν εξαιρετικά σημαντική, καθώς αποτέλεσε τομή και υπέρβαση των μέχρι τότε κυρίαρχων αντιλήψεων.
Ενταγμένος στην Αριστερά από την περίοδο που ήταν φοιτητής στην Αθήνα, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο Πουλαντζάς διατήρησε σταθερή τη σχέση του με το κομμουνιστικό κίνημα και στη Γερμανία, όπου συνέχισε τις σπουδές του, και στη Γαλλία, όπου αναδείχτηκε πανεπιστημιακός καθηγητής. Μέλος του ενιαίου ΚΚΕ ως το 1968, εντάχθηκε κατόπιν στο ΚΚΕ εσωτερικού, τοποθετημένος σαφώς στην αριστερή του πτέρυγα.
Επανεξετάζοντας τις πρώιμες αναφορές του στους θεωρητικούς του λεγόμενου «ανθρωπιστικού» ή «υποκειμενιστικού» μαρξισμού (κυρίως τους Λούκατς, Σαρτρ και Γκολντμάν), προσέγγισε το έργο του Γκράμσι και τις αναλύσεις του Αλτουσέρ, επικεντρώνοντας στο ζήτημα του κράτους, έχοντας διαπιστώσει την απουσία μιας σχετικής μαρξιστικής θεωρίας επιστημονικά επαρκούς. Με το έργο του «Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις», που εκδόθηκε το 1968, πραγματοποιεί μια σημαντική τομή, προτείνοντας την υπέρβαση της παραδοσιακής αντίληψης περί «εργαλείου» που χρησιμοποιείται κατά βούληση και συνειδητά από την άρχουσα τάξη. Κατά τον Πουλαντζά, το κράτος, χωρίς να παύει να συνιστά πεδίο άσκησης της πολιτικής εξουσίας της κυρίαρχης τάξης, αποτελεί ταυτόχρονα την «υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων».
Στη βάση της αντίληψής του βρίσκεται η έννοια της σχετικής αυτονομίας των τριών στοιχείων της κοινωνικής δομής: του οικονομικού, του πολιτικού και του ιδεολογικού. Καθώς το οικονομικό στοιχείο δεν είναι καθοριστικό παρά μόνο σε «τελευταία ανάλυση», όπως έγραφε ο Ένγκελς και τεκμηρίωσε ο Αλτουσέρ, το κράτος δεν εξυπηρετεί παρά τα στρατηγικά συμφέροντα του κεφαλαίου, ενώ διαπερνάται και το ίδιο από αντιφάσεις, που αντανακλούν και τις πιέσεις που δέχεται από το εργατικό και λαϊκό κίνημα.
Η συγκρότηση μιας μαρξιστικής θεωρίας για το κράτος που υπερβαίνει την «εργαλειακή» αντίληψη, αποτέλεσε και τη βάση για μια μαρξιστική θεωρία για τον φασισμό, κυρίως με το έργο «Φασισμός και δικτατορία». Για τον Πουλαντζά, η μελέτη του φασιστικού φαινομένου υποχρεώνει στην αναγνώριση της σχέσης του με τον ιμπεριαλισμό, ενώ ταυτόχρονα επισημαίνονται οι διαφορές του φασισμού με τις άλλες μορφές των καθεστώτων έκτακτης ανάγκης. Ως κύρια και πολιτικά άκρως σημαντική διαφορά αναφέρεται η συγκρότηση μαζικού λαϊκού «αντεπαναστατικού κινήματος», μέσα από την κινητοποίηση μικροαστικών μαζών που συμμαχούν -ηγεμονευόμενες- με την αστική τάξη ενάντια στην εργατική.

Ιδιαίτερη υπήρξε η συνεισφορά του Πουλαντζά και στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας για τις κοινωνικές τάξεις. Εμμένοντας στη θέση του Αλτουσέρ για την αδυναμία αντιμετώπισης των τάξεων σαν παρεπόμενων των εξελίξεων στο οικονομικό επίπεδο (όπως προκύπτει από τη διάκριση μεταξύ τάξης καθαυτής και τάξης για τον εαυτό της), ο Πουλαντζάς υποστήριξε (κυρίως στο «Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό») ότι η συγκρότηση των τάξεων και η ταξική πάλη αποτελούν μια και μόνη ταυτόχρονη διαδικασία. Όπως γράφει συγκεκριμένα «ο μαρξισμός θεωρεί τις κοινωνικές τάξεις σαν τα κοινωνικά σύνολα στα οποία αναπτύσσονται (ταξικές) αντιφάσεις και (ταξικοί) αγώνες μέσα σε μια και ενιαία κίνηση: Οι κοινωνικές τάξεις δεν υπάρχουν πρώτα ως τάξεις για να μπουν ύστερα στην ταξική πάλη, πράγμα που θα άφηνε να υποθέσουμε ότι υπάρχουν τάχα τάξεις χωρίς πάλη των τάξεων. Οι κοινωνικές τάξεις συμπίπτουν με τις μορφές ταξικής πρακτικής, δηλαδή με την πάλη των τάξεων και βρίσκουν τη θέση τους μόνο μέσα στην αντίθεσή τους».

Όπως είναι φανερό, ο Πουλαντζάς επιχειρεί με όλο του το έργο να παραμείνει στο έδαφος ενός μαρξισμού επιστημονικού, που έχει ως βάση του τη θέση του Μαρξ ότι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι η πάλη των τάξεων. Απορρίπτει, έτσι, τις οικονομιστικές απόψεις περί προτεραιότητας της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στην ιστορική διαδικασία, καθώς και αυτή η ανάπτυξη υπόκειται στους όρους που διαμορφώνει ο συσχετισμός ταξικών δυνάμεων σε κάθε ιστορική στιγμή.

Αντικρούονας τις κυρίαρχες στα Κ.Κ. της εποχής του θέσεις που ενέτασσαν στην εργατική τάξη το σύνολο των μισθωτών εργαζομένων, ο Πουλαντζάς υποστήριξε ότι κριτήριο για την ένταξη αυτή αποτελεί η άμεση συμμετοχή στην παραγωγή υπεραξίας. Απέκλειε, έτσι, μια σειρά κλάδων εργαζομένων, κυρίως όσους δεν εργάζονται χειρωνακτικά, εντάσσοντάς τους στη «νέα μικροαστική τάξη». Όσο κι αν η θέση του αυτή επικρίνεται ως εξαιρετικά περιοριστική της έννοιας της εργατικής τάξης, εντούτοις, η διατύπωσή της συνέβαλε στο προχώρημα της σχετικής συζήτησης μεταξύ των μαρξιστών.

Σοβαρές επικρίσεις δέχτηκαν από διάφορες πλευρές και οι απόψεις που διατύπωσε στο τελευταίο του βιβλίο «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός». Η προσέγγιση των θέσεων του ευρωκομμουνισμού, με τη σαφή απομάκρυνση από τη θεωρία της δυαδικής εξουσίας και της δικτατορίας του προλεταριάτου, αντιμετωπίστηκαν σαν απόκλιση από τις μέχρι τότε θεωρητικές του τοποθετήσεις.

Παρόλ” αυτά, και σ” αυτό του το έργο επέμενε στην προοπτική του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, στη ρήξη με τον καπιταλισμό, μέσα από έναν δημοκρατικό δρόμο που δεν είναι δημοκρατικός γιατί προσαρμόζεται στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, αλλά γιατί είναι δρόμος μαζών και μαζικών κινημάτων. Η σοσιαλιστική προοπτική, μέσα από έναν τέτοιο δρόμο κοινωνικού μετασχηματισμού δεν γίνεται νοητή ει μή μόνο με την κατοχύρωση και περαιτέρω διεύρυνση των δημοκρατικών κατακτήσεων σε μια κατεύθυνση αμεσοδημοκρατική, που ήδη θα πρέπει να αποτελεί επιδίωξη και των ίδιων των μαζικών κινημάτων. Αυτή την έννοια είχε και η περίφημη φράση του «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει».

Βαθύ κόκκινο

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Ευρωπαϊκή Ένωση και εθνική - πολιτική κυριαρχία

Η επικαιρότητα της λενινιστικής προσέγγισης

του Δημήτρη Καλτσώνη*


Η οικονομική κρίση επιβεβαιώνει, κατά τη γνώμη μου, με τον πιο πανηγυρικό τρόπο τη λενινιστική ανάλυση για την ουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το παρόν άρθρο θα ασχοληθεί μόνο με την πλευρά της εθνικής - πολιτικής κυριαρχίας
[1].
Όπως σημείωνε ο Λένιν, “οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μέσα σε καπιταλιστικό καθεστώς είτε είναι απραγματοποίητες είτε είναι αντιδραστικές[2]. Δυο βασικούς σκοπούς διέκρινε ότι θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο εγχείρημα: ο ένας είναι η αντιμετώπιση από κοινού του επαναστατικού κινήματος και ο άλλος η από κοινού αναζήτηση μεγαλύτερου μεριδίου στην κατανομή των ζωνών επιρροής.

Εκμετάλλευση κρατών 
Ο Μαρξ στο Κεφάλαιο είχε ήδη επισημάνει τη μεταφορά υπερκερδών και υπεραξίας από τις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες στις περισσότερο ισχυρές[3]. Στην περίοδο της κρατικομονοπωλιακής βαθμίδας του καπιταλισμού παρατηρείται πιο έντονα το φαινόμενο αυτό. Έτσι ο Λένιν υποστήριξε ότι η ιμπεριαλιστική περίοδος του καπιταλισμού χαρακτηρίζεται ακριβώς από την «εκμετάλλευση ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού μικρών ή αδύνατων εθνών από μια μικρή χούφτα πλουσιότατα ή ισχυρότατα έθνη»[4], και συγκεκριμένα από λίγες «εθνικοκρατικές ομάδες των χρηματιστών», από «μια χούφτα κράτη - τοκογλύφους»[5]. Σημείωνε επίσης ότι «ιμπεριαλισμός σημαίνει ότι το κεφάλαιο ξεπέρασε τα πλαίσια των εθνικών κρατών, σημαίνει επέκταση και επιδείνωση της εθνικής καταπίεσης πάνω σε νέα ιστορική βάση»[6]. Στο τελευταίο μάλιστα έργο του χρησιμοποιεί και πάλι τον όρο «εκμετάλλευση ορισμένων κρατών από τα άλλα»[7].
Αυτές οι σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης διαθέτουν δυο διαλεκτικά δεμένες πλευρές. Η μια είναι η οικονομική κυριαρχία και εκμετάλλευση. Η άλλη είναι η πολιτική ανισοτιμία, η κάμψη της εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας που είναι αντανάκλαση της οικονομικής εκμετάλλευσης αλλά και ένα αποτελεσματικό μέσο για την ένταση της εκμετάλλευσης των λαών των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών και τη μεταφορά κοινωνικού πλούτου στις αναπτυγμένες χώρες. Αξίζει να θυμηθεί κανείς την επισήμανση του Λένιν ότι το μονοπωλιακό κεφάλαιο έχει μεγαλύτερο όφελος από μορφές εκμετάλλευσης που συνδέονται «με την απώλεια της πολιτικής ανεξαρτησίας των χωρών»[8]. Τούτο ισχύει είτε αυτή είναι καθολική, όπως στην περίπτωση των αποικιών και των κατακτημένων στρατιωτικά χωρών, είτε είναι μερική όπως στην περίπτωση της συμμετοχής σε ενώσεις και συμμαχίες όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πραγματικότητα αναδεικνύει «ολόκληρη σειρά από μεταβατικές μορφές κρατικής εξάρτησης»[9]. 

Στο εσωτερικό της ΕΕ 
Σχέσεις ανισοτιμίας και εκμετάλλευσης διαμορφώνονται και στο εσωτερικό της ΕΕ και όχι μόνο στις σχέσεις της με τρίτες χώρες. Ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης λειτουργεί στο εσωτερικό της ΕΕ. Οι κοινοί σκοποί των κρατών μελών της ΕΕ (από κοινού αντιμετώπιση επαναστατικού κινήματος, ισχυροποίηση διεθνούς θέσης) δεν σημαίνει ότι εξαλείφονται οι αντιθέσεις ανάμεσα στα αστικά κράτη στο εσωτερικό της, ούτε, πολύ περισσότερο, ότι εξαλείφονται ή αποδυναμώνονται οι ανισότιμες σχέσεις μεταξύ των κρατών που την απαρτίζουν.
Δεν μπορεί στην πραγματικότητα να νοηθεί ως μαρξιστική, ή αριστερή, οποιαδήποτε θέση δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός της ύπαρξης σχέσεων ανισομετρίας και της ύπαρξης σχέσεων κυριαρχίας στο εσωτερικό της ΕΕ[10]. Η ένωση ισότιμων κρατών στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων αποτελεί, στην καλύτερη περίπτωση, ουτοπία. Ακόμη και ανάμεσα στα ισχυρά κράτη μέλη της ΕΕ αναπτύσσονται οξύτατοι ανταγωνισμοί. Δεν αποκλείονται ακόμη και επιμέρους διαφοροποιήσεις, μυστικές συμφωνίες που παραβιάζουν τις επίσημες συνθήκες, όπως για παράδειγμα φαίνεται από τη στάση των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων στον πόλεμο στη Λιβύη[11].
Η λενινιστική ανάλυση υπογράμμιζε ότι πίσω από την τυπική ισοτιμία των κρατών υπάρχουν στην πραγματικότητα διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που διαμορφώνουν σχέσεις πραγματικής ανισοτιμίας, εκμετάλλευσης και καταπίεσης ανάμεσα στα κράτη. Η ανάλυση αυτή ισχύει στο ακέραιο για την ΕΕ. Η καθημερινή πραγματικότητα, η καταθλιπτική κυριαρχία του γερμανογαλλικού άξονα, τόσο πριν όσο κυρίως μετά την εκδήλωση της κρίσης, παρέχει άφθονα παραδείγματα.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας και τις άλλες αδύναμες χώρες, η οικονομική κρίση ανέδειξε επίσης με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο το γεγονός ότι η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ ενέτεινε την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και ευρύτερα των μεσαίων στρωμάτων της κοινωνίας σε όφελος του δυτικοευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφαλαίου, μαζί και του ελληνικού. Ο ανταγωνισμός, ιδιαίτερα των γερμανικών και γαλλικών πολυεθνικών, για την καταλήστευση της δημόσιας περιουσίας και του δημόσιου πλούτου της χώρας μας, αναδεικνύεται ανάγλυφα από τις τρέχουσες εξελίξεις.

Το πλάσμα της “εκχώρησης” κρατικής κυριαρχίας 
Η ειδική μορφή με την οποία πραγματοποιείται η οικονομική εκμετάλλευση και η απώλεια της εθνικής - πολιτικής κυριαρχίας των λαών των ασθενέστερων κρατών της ΕΕ είναι η τυπική ισοτιμία των κρατών μελών και η “εθελοντική” προσχώρησή τους στην ΕΕ.
Η εκμετάλλευση των λαών των πλέον αδύναμων οικονομιών της ΕΕ επιτυγχάνεται καταρχήν μέσα από ένα θεσμικό πλαίσιο τυπικής ισοτιμίας[12]H αρχή της ομοφωνίας στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (και όχι μόνο) αποτελούσε το εχέγγυο της τήρησης της τυπικής ισοτιμίας ανάμεσα στα κράτη μέλη. Είναι περισσότερο από εύλογο ότι πίσω από αυτή την τυπική ισοτιμία το ειδικό οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό βάρος κάθε κράτους είναι διαφορετικό, όχι μόνο ποσοτικά αλλά πολλές φορές και ποιοτικά. Έτσι, ακόμη και σε συνθήκες τυπικής ισοτιμίας ο ισχυρός εξασφαλίζει την επιβολή της θέλησής του. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που σημάδεψε τη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία είναι η επιβολή από τη Γερμανία της αναγνώρισης από την ΕΕ της ανεξαρτησίας της Κροατίας κατόπιν αφόρητων πιέσεων και εκβιασμών[13]Ανάλογα παραδείγματα μπορούν να αντληθούν άφθονα από τη σημερινή συγκυρία, τον τρόπο διαχείρισης της κρίσης και την επιβολή των επιδιώξεων της Γερμανίας και της Γαλλίας δευτερευόντως.
Η κυρίαρχη θέση των ισχυρών κρατών εκφράστηκε στη συνέχεια και θεσμικά με την παραβίαση της τυπικής ισοτιμίας στο πλαίσιο των οργάνων της ΕΕ. Η κάμψη της ομοφωνίας και του δικαιώματος του veto αποτελούν τη νομική – θεσμική αντανάκλαση της διαδικασίας περαιτέρω ενίσχυσης του ρόλου των ισχυρών κρατών σε βάρος των λιγότερο αναπτυγμένων και των ασθενέστερων. Οι ισχύοντες, αλλά ιδίως οι υπό διαμόρφωση, θεσμοί οικονομικής επιτήρησης των ασθενέστερων οικονομικά κρατών της ΕΕ πραγματοποιούν και άλλα βήματα σε αυτή την κατεύθυνση.
Πρόκειται για πλευρά ενός γενικότερου φαινόμενου του καπιταλισμού. Σε περιόδους ασθενούς παρουσίας των λαϊκών κινημάτων αμφισβητείται μερικά η τυπική ισοτιμία (είτε των κρατών είτε των πολιτών) σε όφελος μορφών θεσμικής ανισοτιμίας.
Βέβαια, η συμμετοχή στην ΕΕ γίνεται εθελοντικά. Όμως, «είναι πέρα για πέρα δυνατό, ο ιμπεριαλισμός παράλληλα με την πολιτική του άμεσου στραγγαλισμού των μικρών εθνών, από την οποία δεν θα μπορέσει να παραιτηθεί εντελώς, να εφαρμόσει σε ορισμένες περιπτώσεις πολιτική «εθελοντικής» (δηλαδή που την προκάλεσε μόνο ο οικονομικός στραγγαλισμός) συμμαχίας με μικρά έθνη κράτη» [14].
Στην περίπτωση της Ελλάδας η απώλεια της κυριαρχίας καταγράφεται τόσο στο Σύνταγμα και στη νομοθεσία όσο και στην παραβίασή τους. Το ίδιο το άρθρο 28 του Συντάγματος και ιδίως, η ερμηνευτική δήλωση που προστέθηκε στην αναθεώρηση του 2001, αλλά πολύ περισσότερο η παραβίαση και αυτών ακόμη των συνταγματικών διατάξεων μέσω του τρόπου ψήφισης του Μνημονίου, της μη κύρωσης των αντισυνταγματικών δανειακών συμβάσεων και της πληθώρας νόμων που ψηφίστηκαν κατ' εντολή της τρόικα αποτελούν αντανάκλαση του φαινομένου[15]. Χαρακτηριστικό επίσης παράδειγμα είναι οι αποικιοκρατικού τύπου συμβάσεις, όπως η περιβόητη σύμβαση για τα υποβρύχια που κυρώθηκε με το ν. 3885/2010, οι παλαιότερες συμβάσεις για την εκποίηση στο ξένο (πρώτιστα) και εγχώριο μονοπωλιακό κεφάλαιο των ναυπηγείων, των ΔΕΚΟ, οι λεόντειες συμβάσεις με γερμανικές και γαλλικές πολυεθνικές για το αεροδρόμιο, τη γέφυρα Ρίου - Αντιρρίου και πολλά, πολλά άλλα.
Η απώλεια μέρους έστω της κυριαρχίας, εκτός από τις οικονομικές επιπτώσεις στο λαό και στο παραγωγικό δυναμικό της χώρας, καθιστά οξύτερο το πρόβλημα της δημοκρατίας, καθιστά την αστική δημοκρατία λιγότερο ευάλωτη στις λαϊκές πιέσεις αφού η μετατόπιση αυτή ευνοεί την ακόμη μεγαλύτερη αυτονόμηση και ισχυροποίηση της εκτελεστικής εξουσίας (σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο) καθώς και των αντίστοιχων γραφειοκρατικών μηχανισμών και των αφανών κέντρων εξουσίας.

Cui bono? 
Ποιος ωφελείται από την εθνική καταπίεση και την απώλεια εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας που διακρίνει γενικά τις σχέσεις των καπιταλιστικών κρατών και, στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει, των κρατών μελών της ΕΕ; Το έθνος στον καπιταλισμό είναι διασπασμένο σε ανταγωνιστικές τάξεις. Επομένως, οι παραπάνω συνέπειες δεν κατανέμονται σε όλες τις τάξεις του έθνους. Οι σχέσεις εκμετάλλευσης, καταπίεσης των ασθενέστερων εθνών από τα ισχυρότερα θίγουν κύρια την εργατική τάξη των πρώτων η οποία υφίσταται μια διπλή αφαίμαξη. Αγγίζει επίσης τα στρώματα των μικροϊδιοκτητών (κύρια της αγροτικής οικονομίας) τα οποία υφίστανται μια μεγαλύτερη πίεση και εκμετάλλευση, όχι μόνο από το εγχώριο μονοπωλιακό κεφάλαιο αλλά και από εκείνο των αναπτυγμένων κρατών.
            Η αστική τάξη των ασθενέστερων εθνών των κρατών της ΕΕ δεν θίγεται κατά κανόνα από τη σχέση αυτή αλλά αντίθετα ευνοείται πολιτικά και οικονομικά. Η σχέση αυτή ποικίλει ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας. Πάντως γενικά οι όποιες αντιθέσεις προκύπτουν ανάμεσα σε αυτή και στην άρχουσα τάξη των ισχυρών χωρών καθίστανται αντικειμενικά δευτερεύουσες. Η βασική αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία είναι εκείνη που σηματοδοτεί και χρωματίζει όλες τις άλλες. Έτσι, η διαφαινόμενη σχετική υποβάθμιση της άρχουσας τάξης της Ελλάδας σε τίποτα δε διαφοροποιεί τη συναίνεσή της στο σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται. Για τους ίδιους λόγους η ελληνική αστική τάξη και οι βασικοί πολιτικοί της εκφραστές πρωτοστατούν στην περαιτέρω εκχώρηση πολιτικής κυριαρχίας.
Με αυτή την έννοια η ανάκτηση της εθνικής - πολιτικής κυριαρχίας την περίοδο του ιμπεριαλισμού δεν μπορεί να γίνει υπόθεση της αστικής τάξης. Γενικά, θεωρητικά, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η αστική τάξη κάποιας χώρας, ή ένα μέρος της τάξης αυτής, θα μπορούσε να διεκδικήσει την πολιτική της ανεξαρτησία έναντι των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών. Τούτο όμως προϋποθέτει δυο τουλάχιστον βασικούς όρους: α. την αναβάθμιση της θέσης της τάξης αυτής και της δυνατότητας της να αποκτήσει ένα καλύτερο ρόλο στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας και β. τη δυνατότητά της να ελέγξει ή να κρατήσει εντός ορίων την αντίθεση κεφαλαίου εργασίας στο εσωτερικό της έτσι ώστε να μην κινδυνεύσει τη εξουσία της και να μη χρειαστεί τη συνδρομή των ισχυρών αστικών κρατών.
Τέτοια παραδείγματα μπορούμε να δούμε στη Λ. Αμερική. H περίπτωση της Βραζιλίας είναι ίσως η πλέον χαρακτηριστική. Η ισχυροποίηση, πρώτα απ’ όλα σε οικονομικό επίπεδο, της εγχώριας αστικής τάξης σε συνδυασμό με την υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο διεθνή περίγυρο ως συνέπεια της μεταβολής του παγκόσμιου συσχετισμού των δυνάμεων, επέτρεψαν την ανάκτηση της εθνικής - πολιτικής κυριαρχίας της χώρας έναντι των ΗΠΑ. Η αναβάθμιση της εγχώριας αστικής τάξης τόσο στην εσωτερική αγορά όσο και στο διεθνές επίπεδο υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας.
Στην Ελλάδα η αστική τάξη υπήρξε από τη συγκρότησή της βαθιά συνδεδεμένη με το κεφάλαιο της Δυτικής Ευρώπης. Στον 20ό αιώνα συνδέθηκε στενότερα μαζί του όχι μόνο για λόγους οικονομικούς αλλά και για λόγους πολιτικούς: χρειάστηκε τη βοήθειά του προκειμένου να αντιμετωπίσει το επαναστατικό κίνημα. Η διαφαινόμενη, πιθανή, υποβάθμιση του ελληνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια διεκδίκηση της πολιτικής κυριαρχίας εκ μέρους του. Αντίθετα, όλα δείχνουν ότι οι σχέσεις καθίστανται στενότερες και ότι η παραχώρηση εθνικής - πολιτικής κυριαρχίας γίνεται εντονότερη[16].
Έτσι, τουλάχιστον με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, δεν φαντάζει πιθανή μια πρωτοβουλία ενός ισχυρού τμήματος του ελληνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου για έξοδο από την ΕΕ. Είναι άλλο ζήτημα, βέβαια, η τυχόν αποβολή της Ελλάδας από το ευρώ που, αν γίνει, θα γίνει με πρωτοβουλία των ισχυρών της ΕΕ, με όρους τέτοιους και με σκοπό την μεγαλύτερη απομύζηση του κοινωνικού μας πλούτου και την αποσόβηση της μεταφοράς της κρίσης στην υπόλοιπη ευρωζώνη. 

Η ανάκτηση της εθνικής - πολιτικής κυριαρχίας 
Η εθνική - πολιτική κυριαρχία αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της δημοκρατίας. Για να μπορέσει η εργατική τάξη και ο λαός να ασκήσουν μεγαλύτερο έλεγχο στην υπάρχουσα εξουσία και, πολύ περισσότερο, για να μπορέσουν να οικοδομήσουν μια δική τους εναλλακτική πρόταση απαιτείται, ανάμεσα σε άλλα, η ανάκτηση της εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας. Ο Λένιν τόνιζε ότι η εργατική τάξη «δεν μπορεί να πραγματοποιήσει τη σοσιαλιστική επανάσταση, αν δεν προετοιμάζεται γι’ αυτή με τον αγώνα για δημοκρατία. …Χωρίς αγώνα για δικαιώματα αμέσως, αυτή τη στιγμή, χωρίς διαπαιδαγώγηση των μαζών στο πνεύμα αυτού του αγώνα ο σοσιαλισμός είναι ανέφικτος»[17]. Και η διεκδίκηση της εθνικής - πολιτικής κυριαρχίας είναι ακριβώς μέγιστο ζήτημα δημοκρατίας.
Τίθεται, κατά συνέπεια, επί τάπητος η ανάκτηση της κυριαρχίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διακοπεί ο θεσμικός ομφάλιος λώρος που συνδέει τη χώρα με την ΕΕ και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Απαιτείται ακόμη μια ευρύτερη δέσμη ριζοσπαστικών δημοκρατικών αλλαγών[18].
Παράλληλα, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι μόνη η αποδέσμευση από την ΕΕ και η ανάκτηση της εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας δεν αρκεί για να οδηγήσει σε μια έξοδο από την κρίση σε όφελος του λαού. Όπως υπογράμμιζε ο Λένιν η πάλη για την εθνική κυριαρχία, που είναι  ζήτημα δημοκρατίας[19], όπως και γενικά η πάλη για κάθε διεκδίκηση πολιτικής δημοκρατίας πρέπει να υποτάσσεται και να συνδέεται διαλεκτικά με τον αγώνα για τη συνολική αλλαγή του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος[20].
Η ανάκτηση της εθνικής - πολιτικής κυριαρχίας μέσω της αποδέσμευσης από την ΕΕ πρέπει να συνοδεύεται από μια δέσμη οικονομικών μέτρων που μπορούν να ανοίξουν έναν άλλο δρόμο κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης για την χώρα και το λαό. Έχει σημασία να υπενθυμίσουμε τη λενινιστική θέση ότι “η δημοκρατία δεν εξαλείφει την ταξική καταπίεση, αλλά απλώς κάνει την ταξική πάλη πιο καθαρή, πιο πλατιά, πιο ανοιχτή, πιο οξεία... Όσο δημοκρατικότερο είναι το κρατικό καθεστώς, τόσο σαφέστερο γίνεται στους εργάτες ότι η ρίζα του κακού είναι ο καπιταλισμός και όχι η έλλειψη δικαιωμάτων[21]. Η ανάκτηση της εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας μέσω της αποδέσμευσης από την ΕΕ δεν μπορεί επομένως να εξαλείψει την αιτία της οικονομικής κρίσης και της κακοδαιμονίας του λαού. Συμβάλλει, ωστόσο, στην αποκάλυψη της ρίζας του προβλήματος.
Παράλληλα, η διεκδίκηση της εθνικής -πολιτικής κυριαρχίας έναντι της ΕΕ μπορεί να συμβάλλει στη συσπείρωση ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων ενάντια στις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές. Αυτό μπορεί να συμβεί καθώς η ΕΕ χαρακτηρίζεται ακριβώς από την ένταση της εκμετάλλευσης των ασθενέστερων εθνών και, άρα, από την όξυνση των προβλημάτων όχι μόνο της εργατικής τάξης αλλά και των μικροϊδιοκτητώνΈχει επιβεβαιωθεί ιστορικά ότι το εθνικό, πατριωτικό αίσθημα του λαού ενδέχεται να αποτελέσει ένα σημαντικό μοχλό για την ανάπτυξη της αμφισβήτησης του καπιταλιστικού συστήματος συνολικά[22].
Όσο αναγκαία είναι για τους μαρξιστές η υποταγή των δημοκρατικών διεκδικήσεων στην πάλη για το σοσιαλισμό άλλο τόσο είναι σημαντικό να κατανοείται ότι η ανάδειξη της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού δεν μπορεί να οδηγεί στην υποτίμηση των δημοκρατικών διεκδικήσεων. Συνεπώς δεν μπορεί να οδηγεί στην υποτίμηση της προβολής του εξαιρετικά επίκαιρου αιτήματος της ανάκτησης της εθνικής - πολιτικής κυριαρχίας έναντι τόσο της ΕΕ όσο και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των ΗΠΑ.
Ασκώντας κριτική σε εκείνους τους μαρξιστές που αρνούνταν να θέσουν το αίτημα της ελευθερίας αποχωρισμού των καταπιεζόμενων εθνών, ο Λένιν σημείωνε πως η απελευθέρωση των αποικιών, η αυτοδιάθεση των εθνών, αλλά και άλλες πιο προωθημένες μορφές δημοκρατίας όπως η εκλογή όλων των δημόσιων λειτουργών από το λαό, η δημιουργία εργατικής πολιτοφυλακής κλπ είναι στο σύνολό τους απραγματοποίητα στο πλαίσιο του καπιταλισμού[23]. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να πραγματοποιηθούν κάποιες από τις επιμέρους δημοκρατικές διεκδικήσεις[24]. Προϋπόθεση γι 'αυτό είναι η ένταση της ταξικής πάλης, οι ανακατατάξεις στο συσχετισμό δυνάμεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του αιτήματος αποδέσμευσης από την ΕΕ και ανάκτησης της εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας.
Ειδικά για την περίπτωση των σχετικά αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών, εκείνων δηλαδή που κατέχουν μια ενδιάμεση θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, ο Λένιν τόνιζε ότι, στα κράτη ακριβώς αυτού του τύπου, οι αντιστάσεις των λαών στη διπλή καταπίεση και εκμετάλλευση είναι πιο ισχυρές. “Στην Ευρώπη, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα εξαρτημένη έθνη είναι από καπιταλιστική άποψη τα πιο αναπτυγμένα ... παρά στις αποικίες. Ακριβώς όμως αυτό προκαλεί μεγαλύτερη αντίσταση ενάντια στην εθνική καταπίεση και στις προσαρτήσεις![25]. Έτσι, η πάλη για την ανάκτηση της εθνικής – πολιτικής κυριαρχίας σε χώρες μέσου επιπέδου ανάπτυξης όπως η Ελλάδα μπορεί να συσπειρώσει ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις και να διευκολύνει τη συγκέντρωση των δυνάμεων για μια ριζική, επαναστατική κοινωνική μεταβολή[26]. Η τελευταία είναι το ζητούμενο, μια και τίποτα δεν μπορεί να θεραπεύσει την αγριότητα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Η μοναδική λύση είναι η κοινωνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας (ως προοίμιο της κοινωνικοποίησης των βασικών μέσων παραγωγής), ο εργατικός και λαϊκός έλεγχος σε όλα τα επίπεδα, η δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομική ανάπτυξη, τελικά μια άλλου τύπου δημοκρατία.


[1] «Αυτοδιάθεση των εθνών ονομάζεται η πολιτική ανεξαρτησία τους», βλ. Β.Ι. Λένιν, «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού», Άπαντα, τ. 30, σελ. 95.
[2] Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», Άπαντα, τ. 26, σελ. 360.
[3] Βλ. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 3, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 299-303.
[4] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Άπαντα, τ. 27, σελ. 429.
[5] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Άπαντα, τ. 27, σελ. 414, 405.
[6] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Το επαναστατικό προλεταριάτο και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών», Άπαντα, τ. 27, σελ. 64.
[7]  Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Κάλλιο λιγότερα και καλύτερα», Άπαντα, τ. 45, σελ. 402.
[8]  Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Άπαντα, τ. 27, σελ. 385.
[9] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Άπαντα, τ. 27, σελ. 389. Βλ. και Β.Ι. Λένιν, «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού, Άπαντα, τ. 30, σελ. 81, 112.
[10] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Για το πρόγραμμα ειρήνης», Άπαντα, τ. 27, σελ. 279.
[11] Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Για τη χωριστή ειρήνη”, Άπαντα, τ. 30, σελ. 186.
[12] Για την τυπική ισοτιμία των υποκειμένων ως μορφή των καπιταλιστικών σχέσεων βλ. Β. Λαπάγεβα,Ζητήματα δικαίου στο Κεφάλαιο του Μαρξ, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1986, ιδίως σελ. 43 επ. και Δ. Καλτσώνης, Δίκαιο, κοινωνία, τάξεις, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2005, σελ. 54 επ.
[13] Βλ. Θ. Βερέμης, Βαλκάνια (από τον 19ο αιώνα στον 21ο αιώνα – δόμηση και αποδόμηση κρατών), Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2004, σελ. 134.
[14] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Προσχέδιο θέσεων έκκλησης προς τη Διεθνή σοσιαλιστική επιτροπή και προς όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα», Άπαντα, τ. 30, σελ. 282.
[15] Βλ. Γ. Κατρούγκαλος, «Το «παρασύνταγμα» του Μνημονίου και ο άλλος δρόμος», Νομικό Βήμα, Φεβρουάριος 2011, προσβάσιμο στο www.greek-critical-legal.blogspot.com.
[16] Βλ. Σ. Μαυρουδέας, “Το ελληνικό κράτος και το ξένο κεφάλαιο στην οικονομική κρίση”, προσβάσιμο στοwww.kratoskaidikaio.blogspot.com.
[17] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού», Άπαντα, τ. 30, σελ. 128.
[18] Βλ. Αναλυτικότερα Δ. Καλτσώνης, “Η αναγκαιότητα Συντακτικής Συνέλευσης και η ολοκλήρωση του κύκλου της μεταπολίτευσης”, στον τόμο Δ. Καλτσώνης (επιμ.), Η Συνταγματική αναθεώρηση του 1975 (κατ' άρθρο κυβερνητικά σχέδια και τροπολογίες κομμάτων και βουλευτών), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2011, σελ. 7-14, προσβάσιμο και στο www.kaltsonis.blogspot.com 
[19] Βλ. Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού”, Άπαντα, τ. 30, σελ. 112.
[20] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Η σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών», Άπαντα, τ. 27, σελ. 270 και του ίδιου, «Για το πρόγραμμα ειρήνης», Άπαντα, τ. 27, σελ. 275.
[21] Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού”, Άπαντα, τ. 30, σελ. 127.
[22] Βλ. Κ. Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2000, σελ. 77.
[23] Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση”, Άπαντα, τ. 30, σελ. 34.
[24] “Και ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός ... αναπτύσσονται κάτω από οποιεσδήποτε πολιτικές μορφές, υποτάσσοντάς τες όλες. Γι' αυτό είναι ριζικά λαθεμένο από θεωρητική άποψη να λέει κανείς ότι “δεν είναι πραγματοποιήσιμη μια από τις μορφές και μια από τις διεκδικήσεις της δημοκρατίας” βλ. Β.Ι.Λένιν, “Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση”, Άπαντα, τ. 30, σελ. 23.
[25] Βλ. Β.Ι.Λένιν, “Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση”, Άπαντα, τ. 30, σελ. 35.
[26] «Οι πολιτικοί μετασχηματισμοί προς μια πραγματικά δημοκρατική κατεύθυνση κι ακόμη περισσότερο οι πολιτικές επαναστάσεις … πλαταίνουν τη βάση της (ενν. της σοσιαλιστικής επανάστασης - ΔΚ), εντάσσουν στο σοσιαλιστικό αγώνα νέα στρώματα μικροαστών», βλ. Β.Ι.Λένιν, “Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», Άπαντα, τ. 26, σελ. 359. «Το προλεταριάτο δεν μπορεί να πραγματοποιήσει τη σοσιαλιστική επανάσταση, αν δεν προετοιμάζεται γι’ αυτή με τον αγώνα για δημοκρατία», βλ. Β.Ι. Λένιν, «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού», Άπαντα, τ. 30, σελ. 128.


*επ. καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου
(Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περ. Ουτοπία, τευχ. 96 (2011), σελ. 89-97)
Δημοσιεύθηκε: 18/8/2015