* μαρξιστικά κείμενα, στοχασμοί, απόψεις, για τα σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα * αναλύσεις * ιδέες * και ότι έχει σχέση με τον άνθρωπο σήμερα...
Γ. Βήχας: «Να ακουστεί η φωνή τριών εκατομμυρίων ανασφάλιστων συμπολιτών μας στην καρδιά της Ευρώπης»

Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει.

Bertolt Brecht, 1898-1956, Γερμανός συγγραφέας



"Σκέφτομαι πως αυτά τα τρία συστατικά πρέπει νά 'χει η ζωή: το μεγάλο, το ωραίο και το συγκλονιστικό. Το μεγάλο είναι να βρίσκεσαι μέσα στην πάλη για μια καλύτερη ζωή. Όποιος δεν το κάνει αυτό, σέρνεται πίσω απ' τη ζωή. Το ωραίο είναι κάθε τι που στολίζει τη ζωή. Η μουσική, τα λουλούδια, η ποίηση. Το συγκλονιστικό είναι η αγάπη. Νίκος Μπελογιάννης

..........Ανατροπή του καπιταλισμού και όχι διαχείριση...

"η χώρα δεν έχει ανάγκη από μια συμφωνία γενικά. έχει ανάγκη από μια έξοδο από τα αδιέξοδα των μνημονίων, από μια σύνθετη πολιτική διεξόδου και αναγέννησης σε όλους τους τομείς, παραγωγικής και πνευματικής – κοινωνικής, εθνικής ανασυγκρότησης, που δεν μπορεί να γίνει μέσα από τα νεοφιλελεύθερα δόγματα και τους όρκους πίστης στις συνθήκες της ε.ε., χωρίς έναν σταθερό προσανατολισμό για μια νέα θέση της χώρας στον γεωπολιτικό άξονα. [ο δρόμος της αριστεράς]

Powered By Blogger

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Ψηλαφώντας τα «χνάρια του κομμουνισμού» στο σήμερα (συζητώντας με ένα κείμενο του Δημήτρη Μπελαντή), του Παναγιώτη Σωτήρη


Το κείμενο του Δημήτρη Μπελαντή με τίτλο «Κομμουνιστές χωρίς επανάσταση» (RedNotebook, 25.12.2015) είναι πολύ σημαντικό και αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί. Σπεύδω μάλιστα να πω ότι από τα πολιτικά στελέχη της ελληνικής ριζοσπαστικής Αριστεράς –και ιδίως αυτά που επέλεξαν τη ρήξη με το ΣΥΡΙΖΑ–, λίγα έχουν επιδοθεί σε μια τόσο αναλυτική προσπάθεια κριτικού αναστοχασμού όσο ο Μπελαντής – και αυτό είναι από μόνο του αξιέπαινο. Θα ήθελα, όμως, να κάνω μερικά σχόλια πάνω σε αυτό το κείμενο.
~~~~~~~~~~~

Ο Ισπανικός Εμφύλιος, το ιταλικό μετα-'68 
και ο κομμουνισμός πέρα από την Ευρώπη

Το πρώτο από αυτά αφορά την αποτίμηση ορισμένων στιγμών της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος του 20ου αιώνα, αρχής γενομένης από την Ισπανία. Δεν έχω ακόμη πεισθεί ότι ήταν εκεί που παίχτηκε στην κλίμακα που ισχυρίζεται ο Μπελαντής το στοίχημα μιας σύγχρονης εργατικής επανάστασης – και άρα για το συμπέρασμά του ότι η σταλινική επέμβαση του 1937-8 οδήγησε στο να χαθεί μια τόσο μεγάλη ευκαιρία. Σίγουρα, τα πειράματα εργατικού ελέγχου, εργατικής και λαϊκής απαλλοτρίωσης και τα παραδείγματα μορφών ένοπλης λαϊκής εξουσίας που βγήκαν στο προσκήνιο με τον Ισπανικό Εμφύλιο ήταν πολύ σημαντικά. Όμως, ταυτόχρονα, ο ίδιος έφερε στο προσκήνιο μεγάλα και βαθιά αποθέματα συντηρητισμού και καθυστέρησης που συνυπήρχαν με προχωρημένες μορφές ριζοσπαστισμού.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο κύκλο, σωστά ο Μπελαντής εντοπίζει ότι το μεγάλο στοίχημα της Αριστεράς του '68 παίχτηκε στην Ιταλία. Δεν θεωρώ, όμως, ότι κατεξοχήν εκφράστηκε στην πλευρά της ένοπλης πάλης. Η μεγάλη μαζικοποίηση των ένοπλων οργανώσεων, που έγινε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, στην πραγματικότητα συμπύκνωσε την κρίση της επαναστατικής προοπτικής. Η περίοδος, αντίθετα, που διαμορφώθηκαν πραγματικές συνθήκες βαθύτερης ηγεμονικής κρίσης ήταν η περίοδος 1967-73. Πολιτικά αφορούσε τόσο το μεγάλο ρεύμα της μαζικής επαναστατικής Αριστεράς όσο και το πολιτικό και κοινωνικό σύμπαν του ΙΚΚ. Αυτό σημαίνει ότι εκεί όντως η ηγεσία του ΙΚΚ πήρε μια συνειδητά αντεπαναστατική επιλογή με τη γραμμή του «Ιστορικού Συμβιβασμού», την ίδια ώρα, όμως, που η επαναστατική Αριστερά δεν μπόρεσε να δώσει μια εναλλακτική επαναστατική στρατηγική, παρά την εντυπωσιακή μαζικότητα και εργατική και λαϊκή γείωσή της. Σε αυτό το φόντο, η στροφή στο ένοπλο ήταν περισσότερο συμπύκνωση αυτής της κρίσης στρατηγικής, παρά αναμέτρηση με την επαναστατική ρήξη.
Με δεδομένα τα παραπάνω, θα πρόσθετα ότι αξίζει να δούμε ορισμένα πράγματα και έξω από τα ευρωπαϊκά όρια σε ό,τι αφορά τις διαδρομές επαναστατικών κινημάτων. Η Λατινική Αμερική, για παράδειγμα, υπήρξε πάντοτε ένα αρκετά διαφορετικό εργαστήρι σε σχέση με την Ευρώπη, ενώ εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν οι αντιφάσεις και τα προβλήματα και άλλων μαζικών ρευμάτων, όπως η εξαιρετικά αντιφατική διαδρομή των διαφορετικών ρευμάτων του Ινδικού κομμουνιστικού κινήματος.
Για τη μακρά και τη βραχεία διάρκεια της επαναστατικής διαδικασίας
Η δεύτερη «δέσμη» σχολίων πάνω στο κείμενο του Μπελαντή αφορά τη διαλεκτική ανάμεσα στη μακρά και τη σύντομη διάρκεια μέσα στην επαναστατική πολιτική. Είναι γεγονός ότι οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις στον 20ο αιώνα θριάμβευσαν στη σύντομη διάρκεια, στη βαθιά εθνική κρίση και τη διάλυση των κρατικών δομών που έκανε την επαναστατική προοπτική να φαντάζει ως σωτηρία – όπως και ότι ηττήθηκαν όταν προσπάθησαν να βγουν στο προσκήνιο σε συνθήκες σχετικής ομαλοποίησης. Αυτό δεν αναιρεί, ωστόσο, ότι οι λαϊκές εξεγέρσεις, ως συνδυασμός ανάμεσα στη γενική απεργία, την πολιτική ανυπακοή και την ένοπλη δράση, παρέμειναν αποτελεσματικές. Από διαφορετικές διαδρομές και με διαφορετικές καταλήξεις, τόσο η Ιρανική επανάσταση του 1978-79 όσο και η επανάσταση στη Νικαράγουα το 1979 συνδυάζουν αυτά τα στοιχεία. Το πιο βασικό όμως είναι άλλο: Η εμπειρία του 20ου αιώνα δείχνει στην πραγματικότητα ότι η εξεγερτική διάσταση διακυβεύεται, όταν δεν μπορεί να συνδυαστεί με τη «μακρά πορεία» της οικοδόμησης της ηγεμονίας, έστω και εάν αυτή η πορεία εμπεριέχει τον κίνδυνο της ενσωμάτωσης και παθητικοποίησης. Ακόμη και στον «ιδεότυπο» της Ρωσικής Επανάστασης, η όντως έγκαιρη επιλογή της επαναστατικής ρήξης είχε το τίμημα της μη διαμόρφωσης της εργατοαγροτικής συμμαχίας και της παγίωσης, εξαιτίας του Εμφυλίου Πολέμου, μιας λογικής «έκτακτης ανάγκης» που προλείανε το έδαφος για την αυταρχική σταλινική εκτροπή. Δεν είναι τυχαίο ότι η «τελευταία μάχη του Λένιν» είναι η πάλη για μια «πολιτιστική επανάσταση» που θα διαμόρφωνε, έστω και των εκ υστέρων, όρους της προλεταριακής ηγεμονίας. Άλλωστε, αυτή η επίγνωση της κεντρικότητας της ηγεμονίας σφράγισε και το έργο του Γκράμσι. Ούτε είναι τυχαίο ότι η νίκη της Κινεζικής Επανάστασης στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό ακριβώς σε αυτή τη διάσταση μιας «Μεγάλης Πορείας» και μια σύνθετης διαδικασίας διαμόρφωσης πραγματικών λαϊκών βάσεων. Αλλά και πιο πρόσφατα, εμπειρίες όπως π.χ. της Βολιβίας αναδεικνύουν αντίστοιχες «μακρές διάρκειες» οικοδόμησης δεσμών με τις μάζες.
Για την εργατική τάξη
Το βασικό μου ερώτημα, ωστόσο, αφορά τον τρόπο που ο Μπελαντής αναζητά την εργατική τάξη ως υποκείμενο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλές από τις παρατηρήσεις του είναι ορθές και εντοπίζουν τις μεταλλαγές και τις μεταλλάξεις της. Όντως: σε αυτό που ορίζουμε ως εργατική τάξη μπορούμε να δούμε και την εξεγερτική διάθεση και την τάση υποταγής και συμμόρφωσης, σε μια διαλεκτική σχέση με τις μορφές πολιτικής οργάνωσης. Όμως, ακόμη και έτσι, υπάρχει ο κίνδυνος να μείνουμε στην αναζήτηση ενός «υποκειμένου» ή να συζητάμε διαρκώς «πού είναι η τάξη», εάν είναι διευρυμένη, εάν έχει συνείδηση για τον εαυτό της, εάν συγκροτείται σε τάξη για τον εαυτό της κ.ο.κ.
Αυτό, παρά τις διαβεβαιώσεις του Μπελαντή για το αντίθετο, μπορεί να μας ξαναφέρει σε μια αντίληψη του τρόπου παραγωγής ως πεδίου όπου συναντιούνται τάξεις που γενικά υπάρχουν ούτως ή άλλως. Θα τολμούσα να πως ότι, με μια έννοια, γενικά και αφηρημένα δεν υπάρχουν τάξεις – δεν υπάρχουν, δηλαδή, έξω από τις κοινωνικές σχέσεις. Στην πραγματικότητα υπάρχουν μόνο κοινωνικές σχέσεις και πρακτικές στην ατέρμονη αναπαραγωγή τους, που είναι πάντα σε τελική ανάλυση ενδεχομενική και διακυβευόμενη. Με αυτή την έννοια, δεν παράγουν η αστική τάξη και το προλεταριάτο τον καπιταλισμό. Αντίθετα, η επέκταση, γενίκευση και αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ως ένα σύνολο από μυριάδες «ενικές» πρακτικές που καταλήγουν στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής συσσώρευσης) γεννούν τόσο τον καπιταλισμό όσο και τον κομμουνισμό ως ανταγωνιστικά όρια πρακτικών και αντιστάσεων – όπως γεννούν και συσσωματώσεις φορέων που πολώνονται ανταγωνιστικά γύρω από τις συγκρουσιακές εκμεταλλευτικές σχέσεις. Οι δε ταξικές ταυτότητες παράγονται πάντα μέσα σε συγκεκριμένες ιστορίες και συγκεφαλαιώνουν πληθυντικά χαρακτηριστικά.
Το σύνολο των φορέων που πολώνονται προς τις πρακτικές του συλλογικού εργαζόμενου της καπιταλιστικής παραγωγής είναι ούτως ή άλλως αντιφατικό: είναι πολωμένο στο εσωτερικό του, έχει ιεραρχίες, έμφυλους καταμερισμούς, επηρεάζεται από κάθε λογής πολιτισμικές παραδόσεις και ιδεολογικές κατασκευές (θρησκευτικές, εθνοτικές, ρατσιστικές) και περιλαμβάνει ένα πλήθος ενικούς προσδιορισμούς και ιδιαίτερες ιστορίες. Αυτό σημαίνει ότι δεν ισχύουν απλουστευτικά σχήματα για το πώς αναπαράγονται σχέσεις και πρακτικές στο εσωτερικό του. Δεν υπάρχει π.χ. απριόρι κάποια συνθήκη που εγγυάται ότι όσο πιο χαμηλά στον καταμερισμό εργασίας είναι ένα τμήμα των προλεταριακών μαζών τόσο περισσότερο ριζοσπαστικοποιείται. Μπορεί να ισχύει και το αντίθετο. Η ριζοσπαστικοποίηση π.χ. του εργάτη-μάζα είχε να κάνει και με ιστορικές/πολιτικές παραδόσεις και παρεμβάσεις (για παράδειγμα την αναπαραγωγή στοιχείων εργατικού διαφωτισμού ακόμη και στα μεταπολεμικά ρεφορμιστικά κόμματα) που οδήγησαν σε αυτήν και όχι απλώς με την αντικειμενική συνθήκη.
Η εμφάνιση της δυνατότητας οι δυνάμεις της εργασίας να βγουν αυτόνομα στο προσκήνιο δεν έχει ποτέ σχέση μόνο με τις αντικειμενικές τάσεις του τρόπου παραγωγής αλλά και με τον πολιτικό επικαθορισμό. Αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που οι δύο καθοριστικές πολιτικές μορφές της νεωτερικότητας, ο λαός και το έθνος, έχουν την καταστατική ιδιότητα να συγκαλύπτουν/ αποκαλύπτουν τον ταξικό ανταγωνισμό. Αναγνωρίζουν τις υποτελείς τάξεις και θέλουν να τις διατηρήσουν στην υποτέλειά τους. Η διακύβευση του ποιος είναι ο λαός και τι θέλει, δεν έχει να κάνει απλώς με σημαίνοντα που αναμένουν τα σημαινόμενα, κατά το σχήμα του Λακλάου, αλλά με κάτι βαθύτερο: με το εγγενές τραύμα/χάσμα που φέρνει ο ταξικός ανταγωνισμός στην καρδιά του συλλογικού πολιτικού σώματος. Ανήκουμε όλες/οι στο λαό/έθνος, αλλά δεν μας ανήκουν εξίσου οι κοινωνικές παραγωγικές δυνατότητές του ούτε έχουμε τον ίδιο λόγο στην πολιτική διαδικασία του. Όντως, έχει δίκιο ο Μπελαντής όταν υπενθυμίζει ότι ο αστικός κοινοβουλευτισμός είναι καθαυτός ένας ιδιαίτερα ισχυρός ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους. Μόνο που υπάρχει πάντα και μια λαϊκή «πληβειακή» δημοκρατική ενόρμηση που, εκτός των άλλων, εξηγεί το τρέχον αστικό «μίσος για τη δημοκρατία», ενίοτε ακόμη και για τυπικές μορφές της λαϊκής κυριαρχίας.
Επιπλέον, η σύγχρονη οντολογία της εργασίας δεν περιλαμβάνει μόνο τη διάλυση των παραδοσιακών συσσωματώσεων της εργατικής τάξης, αλλά και την εμφάνιση νέων μορφών, καθώς και τη διαμόρφωση κοινών ταυτοτήτων· η χρήση των τεχνολογιών της επικοινωνίας είναι ενδεικτική. Άλλωστε, πάντα η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης έχει μια διαλεκτική «συγκέντρωσης/ διάλυσης». Ας μην ξεχνάμε ότι συχνά αυτό που εμείς λέμε παραδοσιακοί χώροι συγκέντρωσης της εργατικής ταυτότητας ήταν ταυτόχρονα και χώροι διάλυσης προηγούμενων ισχυρών τοπικών, κοινοτικών, εθνοτικών δεσμών (βλ. την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση στον 20ο αιώνα). Αντίστοιχα, η διάλυση παραδοσιακών συγκεντρώσεων, η ακραία ελαστικοποίηση και επισφάλεια ή οι νέες μορφές εκμετάλλευσης δεν αναιρούν την αναπαραγωγή πρακτικών αλληλεγγύης και αντίστασης. Όση γοητεία και εάν έχουν οι αναλογίες του Αγκάμπεν, στην πραγματικότητα homines sacri, με την έννοια απόλυτων θυμάτων της βαναυσότητας χωρίς αντίσταση, δεν υπάρχουν: οι πρακτικές οργάνωσης και αλληλεγγύης των προσφύγων και των μεταναστών έχουν πολλά να δείξουν σε αυτή την κατεύθυνση. Ούτε πρέπει να υποτιμούμε την ενοποιητική διάσταση που έχει η αντίθεση προς τον «πλούτο» ή την «εξουσία», με τον τρόπο που σήμερα φαντάζουν ως κάτι το ιδιαίτερα εχθρικό στα μάτια της πλειοψηφίας των σύγχρονων κοινωνιών.
Από την άλλη, όντως οι σύγχρονες ροές προσφύγων και μεταναστών διαμορφώνουν μια πρόκληση για την ενότητα των δυνάμεων της εργασίας, κύρια εξαιτίας της συνειδητής επιλογής των αστικών δυνάμεων να μην προσφέρουν δυνατότητες ενσωμάτωσης στο «πολιτικό σώμα», σε αντίθεση με τα κύματα μετανάστευσης προηγούμενων εποχών. Και αυτό δίνει μια στρατηγική διάσταση στην πάλη για τα πολιτικά δικαιώματα των μεταναστών και των προσφύγων σήμερα, αλλά και θέτει την πρόκληση της διαμόρφωσης σύγχρονων «μετα-εθνικών» μορφών λαϊκής ενότητας.
Σε κάθε περίπτωση, και αφήνοντας κατά μέρος την συζήτηση για τα όρια της εργατικής τάξης και τις συμμαχίες, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των σύγχρονων κοινωνιών αποτελείται από ανθρώπους που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εξαρτώνται από την άμεση ή έμμεση πώληση της εργατικής τους δύναμης για να ζήσουν. Όντως, αυτή η ευρύτερη συμμαχία μπορεί να (αυτο)αναγνωρίζεται περισσότερο ως «λαός» ή ως οι «από κάτω» ή το «99%», παρά γύρω από παραλλαγές ιστορικών προλεταριακών ταυτοτήτων. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί ότι «οντολογικά» οι υλικοί όροι αυτών των ανθρώπων ορίζονται γύρω από μια ταξική διαίρεση που αφορά τον πυρήνα του σύγχρονου καπιταλισμού. Αυτό είναι κάτι που έχει αποτυπωθεί και στον πρόσφατο κύκλο «δημοκρατικών εξεγέρσεων», από το 2011 και μετά, παρά την τραγική συχνά πολιτική αντιφατικότητά τους (κύρια εξαιτίας της αδυναμίας τους να έχουν μια αυτοτελή «πολιτική μετάφραση»).
Εργατική τάξη και εργατικός πολιτισμός
Ο Μπελάντής έχει δίκιο πάνω στο θέμα του αυτόνομου εργατικού πολιτισμού. Μόνο που πρέπει να αποφύγουμε να εντοπίζουμε μια τραγική τάση ενσωμάτωσης και κομφορμισμού στην κυρίαρχη κουλτούρα, όπως π.χ. έκαναν οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ στη δεκαετία του 1940, μην μπορώντας να αντιληφθούν την εγγενή αντιφατικότητά της: το ροκ, κατεξοχήν πολιτιστικό υβρίδιο από την εμπορική ενσωμάτωση / διαστροφή λαϊκών παραδόσεων, ήταν εξίσου σημαντικό για το κίνημα του 1968 με την ανακάλυψη εκ νέου του Μαρξ. Μορφές εργατικής κουλτούρας αναδύονται όπως και μορφές εργατικού διαφωτισμού σε μοριακό επίπεδο και εδώ είναι από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, ως προς το εάν τα βλέπουμε και εάν προσπαθούμε να τα γενικεύσουμε (από το ελεύθερο λογισμικό έως τις ψηφιακές κοινότητες, την κόντρα για τα «κοινά» στο διαδίκτυο κ.λπ. έως τον τρόπο που λειτουργούν νεανικές / λαϊκές κουλτούρες – όπως π.χ. το ραπ στην Ευρώπη ή άλλα ανάλογα παραδείγματα). Όπως επίσης αναπαράγονται «χνάρια του κομμουνισμού» σε διάφορες συλλογικές πρακτικές σήμερα, αντίστασης, συλλογικότητας και αλληλεγγύης. Ο Γκράμσι πάντα τόνιζε τη σημασία των μοριακών μεταλλαγών και μετατοπίσεων στο πλαίσιο της «παθητικής επανάστασης» ως βασικής αστικής στρατηγικής (αποσυσπείρωση, αποδιάρθρωση, εξατομίκευση). Όμως, αντίστοιχη βαρύτητα πρέπει να δώσουμε και εμείς στη διαρκή αναπαραγωγή σε «μοριακό επίπεδο» και της ανταγωνιστικής τάσης, των κάθε λογής «μειονοτικών γίγνεσθαι», για να δανειστούμε την έκφραση του Ντελέζ.
Οι μοριακές πρακτικές έχουν όντως την τάση να φαντάζουν «αόρατες» ή να επισκιάζονται από άλλες. Κατά συνέπεια, ο Μπελαντής ορθά εντοπίζει ότι πρέπει να μας απασχολήσει η έλξη του ένοπλου τζιχαντισμού ως σύμπτωμα κρίσης του Διαφωτισμού. Όμως, στην πραγματικότητα, η απήχηση της επίκλησης της σφαγής και θυσίας στο όνομα της φαντασιακής Ούμμα, της κοινότητας των πιστών, συμπυκνώνει την καθοριστική απουσία ή μη επεξεργασία ενός αντίπαλου χειραφετητικού προτάγματος στράτευσης – όχι την καταστατική αδυνατότητά του.
Εδώ ακριβώς είναι που αναδεικνύεται η σημασία του κόμματος αλλά και το πρόβλημα με τις μορφές συγκρότησής του σήμερα. Στην πραγματικότητα είτε μιλάμε για την προσπάθεια, συνήθως αποτυχημένη, επανάληψης του «κόμματος νέου τύπου», με παραλλαγές «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» που συνήθως οδηγούν σε αλλεπάλληλες διασπάσεις, είτε για τις παραλλαγές μετώπου (συνήθως εκλογικού), αυτό που βλέπουμε είναι μια ιδιότυπη εξωτερικότητα προς τις πρακτικές των ίδιων των μαζών που καλούνται να τα στηρίξουν αλλά και απουσία μιας ηγεμονικής διάστασης. Απουσιάζει και το ρίζωμα στις ίδιες τις πρακτικές, τις συλλογικές μορφές, τα δίκτυα, τις μορφές δημοκρατίας του αγώνα, που αναδύονται, αλλά και εκείνη η προσπάθεια να λειτουργήσουν ως εργαστήρια στρατηγικής και νέας μαζικής πολιτικής διανοητικότητας, να ενοποιήσουν τις μοριακές πρακτικές και να τις μπολιάσουν με πλευρές μιας σύγχρονης κομμουνιστικής κατεύθυνσης. «Ρεφορμιστικές» και «επαναστατικές» απόψεις ανακυκλώνουν, σε μεγάλο βαθμό, τις παραδοσιακές αφετηρίες τους, χωρίς διάλογο με τις νέες πραγματικότητες, χωρίς να γίνονται ποτέ αφηγήσεις. Γι’ αυτό και είναι επιτακτικό να ανοίξει πραγματική η κουβέντα για το ποιες μορφές οργάνωσης χρειαζόμαστε σήμερα, «κομματικές» αλλά και «μετωπικές».
Αντί λοιπόν να ψάχνουμε για την «τάξη», ας ψάξουμε για σχέσεις, ανταγωνισμούς, συλλογικές πρακτικές, νέες μορφές διανοητικότητας, νέες «καλές συναντήσεις» - και ας δούμε πώς, δι' αυτών, μπορούν να γίνουν (αντι)ηγεμονικά σχέδια. Τότε ίσως αντιληφθούμε και πώς μπορούμε να έχουμε και τα συλλογικά υποκείμενα που θα χαράξουν σύγχρονους επαναστατικούς δρόμους. Αντιστρέφοντας τη φράση του Ρομαίν Ρολάν που τόσο αγαπούσε ο Γκράμσι, απέναντι στον πεσιμισμό της βούλησης από το βάρος των ηττών, χρειαζόμαστε σήμερα μια ορισμένη αισιοδοξία της νόησης: μια επίμονη διανοητική και πρακτική προσπάθεια να ξαναψηλαφίσουμε ίχνη χειραφετητικών πρακτικών και σχέσεων στο σημερινό πεδίο. Μια εμπιστοσύνη στο ότι η πραγματικότητα ενίοτε έχει περισσότερη επινοητικότητα από τη σκέψη μας.
_______________