Η εξελισσόμενη κρίση του καπιταλισμού, που αποσυνθέτει πλέον τα ιστορικά ερείσματα των δυτικών κοινωνιών, δεν εγείρει μόνο το δραματικό πρόβλημα της επιβίωσης για τεράστια τμήματα των υπό εξόντωση πληθυσμών. Φέρνει στο προσκήνιο ένα ανεξίτηλο ερώτημα, βαθιά πολιτικό, φιλοσοφικό και ανθρώπινο, που δεν έπαψε να αναδύεται στο επίκεντρο των μεγάλων συμβαντικών κλυδωνισμών του κοινωνικού δεσμού: τι σημαίνει να ζει κανείς ως υποκείμενο πέραν της άμεσης επιβίωσης; Το κεφάλαιο δεν παράγει μόνο υπεραξία, παράγει ένα ολόκληρο τρόπο ζωής. Συγκροτεί ένα σύστημα βιο-εξουσίας μέσα στο οποίο καθηλώνει, με τους πλέον κοινότοπους αυτοματισμούς και τους πλέον μίζερους εθισμούς, την καθημερινότητα και τα όνειρα των οικουμενικών «υπηκόων» του, δημοκρατικά πειθαναγκασμένων.
Το ζητούμενο για τον Μαρξ δεν ήταν απλά η αλλαγή του τρόπου παραγωγής αλλά η αλλαγή του κόσμου, δηλαδή όλων των παραμέτρων ζωής. Η σταλινική εκτροπή και η χρόνια διολίσθηση της αριστεράς στον οικονομισμό εκτόπισε στο περιθώριο, αν όχι στην αφάνεια, το ριζοσπαστικό ερώτημα που εγκαλεί με την αμεσότητά του κάθε άνθρωπο. Ο Μπαντιού το ανασύρει από τη λήθη, επαναδιατυπώνει τους όρους εκφοράς του και το επανεντάσσει στον πυρήνα των πολιτικών χειραφέτησης. Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από μια εκτεταμένη συζήτηση μαζί του που οργάνωσε το περιοδικό αληthεια μετά την κρίση του 2008. Συμμετείχαν επίσης σ’ αυτήν ο Σάββας Μιχαήλ και ο Γιώργος Βέλτσος. Βιντεοσκοπήθηκε από τον Γιώργο Κεραμιδιώτη.
Δημήτρις Βεργέτης, διευθυντής του περιοδικού αληthεια
Το ερώτημα «Τι σημαίνει να ζει κανείς» είναι πράγματι, υπό μια έννοια, το μείζον φιλοσοφικό ερώτημα εν τέλει. Η φιλοσοφία δε είναι μόνο γνώση, δεν είναι μόνο έννοιες. Η φιλοσοφία, από τις απαρχές της, εξετάζει το ερώτημα «Τι σημαίνει να ζει κανείς», δηλαδή τι είναι μια ζωή αντάξια του ονόματός της, εν τέλει σε τι διαφέρει μια ζωή που δεν ταυτίζεται με την επιβίωση, με την απλή διαίωνιση του ζωικού βασιλείου. Γι’ αυτο, το ερώτημα της ζωής υπήρξε εξ αρχής αλληλένδετο στη φιλοσοφία με το ερώτημα «γιατί να ζει κανείς», δηλαδή με το νόημα της ζωής ή το λόγο ύπαρξης, διότι ακριβώς από μόνη της η έννοια της ζωής δε δίνει, παραδόξως, απάντηση στο ερώτημα «Τι σημαίνει να ζει κανείς». Δίνει μια απάντηση στοιχειώδη. Αν η ζωή είναι μόνο και μόνο η διαιώνισή της, τότε είμαστε παθητικά υποκείμενα, τουτέστιν η ζωή μας διαπερνά, μας κινεί και μας καθοδηγεί, και άρα το «Τι σημαίνει να ζει κανείς» δεν μπορεί καν να διατυπωθεί ως ερώτημα. Κατά συνέπεια, το «Τι σημαίνει να ζει κανείς» είναι η ίδια η φιλοσοφία, ένα πολύ ευρύ ερώτημα. Και ακριβώς επειδή αναφερθήκατε σε μία κρίση, θα ήθελα να πω δυό λόγια πάνω σ’ αυτό, διότι εν τέλει αυτή η ιστορία σχετίζεται με το «Τι σημαίνει να ζει κανείς».
Διότι μπορούμε να ορίσουμε εν τέλει τον καπιταλισμό ως μια ορισμένη φιλοσοφία ζωής. Και η βασική θέση του καπιταλισμού είναι ότι ο άνθρωπος ζει μόνο για τα συμφέροντά του. Εντοπίζουμε σ’ αυτό το βασικό δεδομένο πράγματι μια θεώρηση του ανθρώπου, της ανθρωπότητας. Η ανθρωπότητα είναι κατά βάθος ένα ζωϊκό σύνολο που όμως έχει ιδιαίτερα εκλεπτυσμένους τρόπους για να ικανοποιεί τα συμφέροντά του, όπως την παραγωγή, το εμπόριο, την επικοινωνία. Εν κατακλείδι όμως, η ιδέα που έχει ο καπιταλισμός για τη ζωή, η ιδέα που χρειάζεται για να λειτουργήσει το σύστημά του είναι ότι ο άνθρωπος είναι ένα εγωιστικό ζώο, ένα ζώο προσκολλημένο, συναρθρωμένο με το σύστημα των συμφερόντων του.
Προφανώς αυτό αγγίζει μια αλήθεια, ο άνθρωπος είναι ένα εγωιστικό ζώο και ζει για τα συμφέροντά του. Αυτό όμως απαντά στο ερώτημα «Τι σημαίνει να ζει κανείς»; Εκεί είναι το θέμα. Αν σε τελική ανάλυση η ικανοποίηση των συμφερόντων απαντά στο «Τι σημαίνει να ζει κανείς». Το θέμα δηλαδή είναι αν η ικανοποίηση του γενικού συστήματος των αναγκών του και η επιδίωξη των ατομικών του συμφερόντων απαντά σ’ αυτό το ερώτημα,. Άρα αν η μονάδα ζωής είναι το άτομο, αν το άτομο ανάγεται αυστηρά και μόνο στα κατά περίπτωση συγκεκριμένα συμφέροντά του ή αν για να προσεγγίζουμε το ερώτημα «Τι σημαίνει να ζει κανείς» πρέπει κατ’ αρχάς ν’ αναγνωρίσουμε αυτή τη διάσταση και εν συνεχεία να παραδεχτούμε ότι υπάρχει και κάτι άλλο.
Δ. Βεργέτης Ο καπιταλισμός προτείνει ως αρχή ζωής μια μορφή νοθευμένης επιθυμίας. Προτείνει τη συρρίκνωση της επιθυμίας στη διάσταση του συμφέροντος, η οποία επιφέρει πράγματι μια νόθευση της επιθυμίας. Ο καπιταλισμός επιχειρεί να καταστήσει την επιθυμία εμμενή, επιχειρεί να καταστήσει συμβατό το νόημα της ανθρώπινης ζωής με τη λογική λειτουργίας του κεφαλαίου. Και συνεπώς αυτό που εμφανίζεται στον ορίζοντα της επιθυμίας είναι το κέρδος ως το μοναδικό ποθούμενο αντικείμενο. Συνεπώς αυτή η συρρίκνωση της ζωής στα ζωτικά συμφέροντα αποτελεί συνθήκη λειτουργίας του ίδιου του κεφαλαίου. Και γι’ αυτό με τούτο τον τρόπο καταφέρνει να αντλήσει όφελος από τη συρρίκνωση της ζωής στα ζωτικά συμφέροντα όπου την εντάσσει.
[..] Α. Μπαντιού . Ο Δημήτρις έλεγε εύστοχα ότι η υποκειμενική μήτρα αυτού του κόσμου είναι η αναγωγή της επιθυμίας στο κέρδος. Και νομίζω ότι είναι απόλυτα ακριβές. Πρόκειται για μια εξαιρετικά φτωχή κατ’ ουσίαν εκδοχή της ανθρωπότητας. Αυτό που με εκπλήσσει είναι η φτώχεια του καπιταλιστικού πλούτου, η υποκειμενική φτώχεια του καπιταλιστικού πλούτου. Και ειδικότερα, η φτώχεια της ίδιας της επιθυμίας, διότι κατά βάση πρόκειται για επιθυμία των αντικειμένων και όσων επιτρέπουν την απόκτησή τους. Συνεπώς, ο καπιταλισμός είναι ένα είδος διανομής αντικειμένων που συγκροτεί την ανθρωπότητα ως εικόνα ατελεύτητης παιδικής ηλικίας. Το υποκείμενο που έχει προσαρμοστεί στον καπιταλιστικό σύμπαν μοιάζει μ’ ένα αιώνιο παιδί, απερίσκεπτο αλλά και σκλαβωμένο, που κατά βάθος ζητά στους ανώνυμους γονείς του κεφαλαίου τα μέσα για να αποκτά διαρκώς καινούργια παιχνίδια. Ωστόσο, για την πλειοψηφία των ανθρώπων που στερούνται αντικειμένων, και οφείλουμε να το υπενθυμίζουμε ότι δεν διατίθενται στους πολλούς τα εμπορεύσιμα αντικείμενα, η ζωή είναι δύσκολη, υπό καταστολή, υπό διωγμό, αιματοβαμμένη. Εάν λοιπόν κοιτάξουμε τον κόσμο σήμερα υπό το πρίσμα του «Τι σημαίνει να ζει κανείς», δύο είναι οι προτάσεις: για τις μυριάδες αυτών που δεν έχουν τα μέσα για να ζήσουν, είναι μια αδιάκοπη πάλη για την επιβίωση, και για τους άλλους που έχουν κάποια μέσα για να ζήσουν είναι η φτωχή, παιδιάστικη ζωή της κατανάλωσης παιχνιδιών κι αντικειμένων. Εγώ λοιπόν υποστηρίζω ότι η αληθινή ζωή είναι απούσα. Πράγμα που μας παραπέμπει στο ερώτημα σε τι θα μπορούσε να αντιστοιχεί η παρουσία της, το δώρο της, η χάρη της. Αυτό οφείλουμε να το αναζητήσουμε εκεί όπου η επιθυμία δεν είναι αναγώγιμη στο συμφέρον. Η επιθυμία που δεν υπάγεται στο στεγανοποιημένο άτομο αίρει τη φτώχεια.
[..] Ο καπιταλισμός είναι επίσης η επιβολή μιας ιδιάζουσας χρονικότητας. Πάντα επιμένω σ’ αυτό το σημείο. Αυτός ο ιδιάζων χρόνος μιας κατ’ επίφασιν μετάλλαξης εις το διηνεκές, ενώ κατ’ ουσία ο χρόνος λιμνάζει, σηματοδοτεί ένα είδος επιτόπιας κινητικότητας. Και στην πραγματικότητα, το μόνο που υπάρχει είναι το παρόν, αλλά πρόκειται για ένα ψευδο-παρόν, καθότι αυτό το παρόν ξοδεύεται αλόγιστα στην κυκλοφορία των αγαθών. Θεωρώ ότι η χρονικότητα του κεφαλαίου είναι η χρονικότητα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Πλην όμως η κυκλοφορία δεν παράγει έναν χρόνο ζωντανό. Γι’ αυτό πάντα λέω στους μαθητές μου να επιβραδύνουν! «Πιο σιγά! Μη σας παρασύρει η καπιταλιστική βιασύνη που θέλει διαρκώς να σπεύδουμε και τα πάντα να είναι επείγοντα». Ενώ στην πραγματικότητα δε συμβαίνει τίποτα, δεν τρέχει τίποτα, τίποτα πέραν της κατανάλωσης των αγαθών. Άρα θα έλεγα ότι το ερώτημα «Τι σημαίνει να ζει κανείς» στον κόσμο που γνωρίζουμε, και που ευτυχώς είναι σε κρίση, έχει δύο όψεις: η μια είναι αυτή του πλεονάσματος, της ιδέας, του μέλλοντος, πολλά είναι τα ονόματα που μπορούμε να δώσουμε και που εν τέλει είναι ένα και το αυτό, και η άλλη όψη είναι αυτή του χρόνου. Δε θεωρώ ότι μπορούμε να αναπτύξουμε μια αντίσταση, μια αναμονή της έλευσης μιας ζωής διαφορετικής χωρίς να οικοδομήσουμε ένα είδος χρονικού καταφύγιου, κάτι που θα μας επιτρέψει να αντισταθούμε στον καπιταλιστικό χρόνο. Διότι απ’ τη στιγμή που μας καταλαμβάνει αυτή η βιασύνη, η διάσταση του επείγοντος, το ότι θα έπρεπε να σταματήσουμε την κρίση αμέσως, αύριο, τότε είμαστε δέσμιοι αυτού του παιδικού φόβου που εν τέλει κυριαρχεί παντού.
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΜΙΜΗΣΗ
Α. Μπαντιού. Ο καπιταλισμός είναι επίσης η μίμηση σε μεγάλη κλίμακα. Είναι κατ’ εξοχήν ο νόμος της μίμησης. Βρίσκω πολύ διασκεδαστικό το να μας εξηγούν την εκθείαση του ατόμου και της διαφορετικότητάς του παρότι όλοι είναι εντελώς όμοιοι. Οι άνθρωποι είναι πιο πανομοιότυποι από ποτέ ως προς αυτά που επιθυμούν, ως προς τα αντικείμενα που καταναλώνουν. Και ασφαλώς ο καθένας μιμείται τη γενική κυκλοφορία των αγαθών. Η κρίση είναι προφανώς η μιμητική του φόβου, δεν είναι άλλο παρά η μίμηση του φόβου. Αφού ο γείτονας μου ανησυχεί για την τιμή των μετοχών στο χρηματιστήριο, θα ανησυχήσω κι εγώ. Θέλει να πουλήσει, θέλω να πουλήσω. Και τελικά προκύπτει μόνο και μόνο δια της μίμησης μια ακαταμάχητη βιασύνη. Άρα, σ’ αυτό το σύστημα έχουμε όχι μόνο μια χρονικότητα που όπως έλεγες είναι φτωχή και δίχως μέλλον, αλλά και φαινόμενα αμιγούς μίμησης που δημιουργούν το δίχως άλλο τον πανικό και την καταστροφή. Όλα αυτά δείχνουν ξεκάθαρα ότι στην πραγματικότητα, η ζωή που προτείνει αυτό το σύστημα είναι μια ζωή ολοσχερούς υποκειμενικής φτώχειας. Και είμαι της άποψης ότι αυτό πρέπει να το διαλαλήσουμε. Διότι υπήρξε μια αντίπαλη προπαγάνδα για να εξηγήσει ότι ο καπιταλισμός και η δημοκρατία ήταν η άνθηση της ζωής της ατομικότητας, ενώ παράλληλα επικρατούσε ένας γκρίζος και δυσοίωνος ολοκληρωτισμός βάσει του οποίου όλοι ήταν όμοιοι. Πρέπει λοιπόν να πούμε ότι το πρόβλημα δεν τίθεται μ’ αυτούς τους όρους. Το πρόβλημά μας είναι ότι ο ίδιος ο καπιταλισμός επιδιώκει μια μιμητική και εξαιρετικά φτωχή ζωή. Πρέπει να διεκδικήσουμε το γεγονός ότι ο πλούτος της ύπαρξης είναι με το μέρος μας.
Δ. Βεργέτης Σε κάθε περίπτωση είναι βέβαιο ότι ο καπιταλισμός δεν είναι σε θέση να προτείνει μια επιθυμία, δεν είναι σε θέση να εμφυσήσει μια επιθυμία, μια αληθινή επιθυμία. Τι θα μπορούσε όμως να είναι μια αληθινή επιθυμία; Η φράση του Λακάν που μου έρχεται στο μυαλό είναι ότι «η επιθυμία μιμείται την άβυσσο του απείρου». Έχω την αίσθηση ότι ο καπιταλισμός κατά έναν τρόπο διακλείει το άπειρο απ’ τη σχέση του υποκειμένου με την επιθυμία του. Αυτό που προυποθέτει είναι η κοινότοπη και αμελητέα περατότητα των αντικειμένων προς κατανάλωση. Υπάρχει μια επιθυμία, αντικειμενότροπα ρυθμισμένη, προς άμεση κατανάλωση, και το αντικείμενο που προτείνεται προς κατανάλωση δεν εγείρει την επιθυμία, αλλά μια μορφή μιμητικού ανταγωνισμού για την απόκτησή του. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο καταλήγουμε πράγματι σε μια καρικατούρα μιμητικής κρίσης, που λίγο πολύ περιέγραψε ο Ρενέ Ζιράρ. Όλοι σπεύδουν προς τα καταναλωτικά αντικείμενα, όλοι θέλουν να συγκεντρώσουν πλούτη, που βρίσκονται αποσυνδεμένα από κάθε επιθυμία, και επιδιώκουν την εις άπειρον μετωνυμική τους συσσώρευση, χωρίς να γνωρίζουν σε τι οδηγεί κάτι τέτοιο. Και έρχεται η στιγμή που αυτή η μιμητική κρίση οδηγεί σ’ ένα σημείο απόλυτης κατάρρευσης. Και πράγματι ζούμε την απόδειξη αυτής της διαδικασίας.
Α. Μπαντιού. Η μίμηση είναι εν τέλει μια αναζήτηση ταυτότητας, αλλά αυτή η ταυτότητα είναι εντελώς κενή. Δηλαδή πρόκειται για μια μίμηση που ψάχνει να οικοδομήσει μια ταυτότητα η οποία εν τέλει διαρρέει. Είναι κατ’ εμέ ένας ακόμα τρόπος να προσεγγίσουμε την κρίση για την οποία μιλάμε. Η καταναλωτική μίμηση της καπιταλιστικής επιθυμίας, ας την αποκαλέσουμε έτσι για λόγους συντομίας, κάποια στιγμή αποκαλύπτεται ως κενή, και το γεγονός ότι είναι απόλυτα πλαστή εξηγεί ότι θα καταβαραθρωθεί στην κενότητά της, και μέσα σε αυτή θα εξαφανιστεί. Όπως έλεγε ο Δημήτρις, πρόκειται για μια ταυτότητα που αντί να ανοίγει την επιθυμία στην προσίδια απειρότητά της, την περιχαρακώνει ή την μπλοκάρει στη διαδοχή αντικειμένων που δεν είναι καν μερικά αντικείμενα, αλλά αντικείμενα κλειστά στον εαυτό τους. Και άρα, μπορούμε να περιγράψουμε την κρίση σε επίπεδο οικονομικό, πολιτικό, υποκειμενικό, φιλοσοφικό, αλλά μπορούμε επίσης να την περιγράψουμε ως τη στιγμή που αυτό που την παρασύρει στη διαδοχή αντικειμένων είναι το κενό που στηρίζει στο σύνολό της αυτή τη διαδικασία. Μου προκαλεί μεγάλη έκπληξη αυτή η εικόνα χιλιάδων εκατομμυρίων δολαρίων και ευρώ να βουλιάζουν σε μια τρύπα, σε μια τρύπα ακριβώς. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε όχι με το διάνοιγμα προς το άπειρο, αλλά με την τρύπα προς το μηδέν, την τρύπα προς το τίποτα, προς την αφάνιση. Διότι ας μην ξεχνάμε ότι αυτές οι εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, που συνιστούν παρ’ όλα ταύτα αντάλλαγμα αξίας, πολύ απλά θα εξαφανιστούν, θα γίνουν καπνός. Πρόκειται για μια γιγαντιαία κατανάλωση που ακυρώνει την επιθυμία, που αποκαλύπτει τη μηδαμινότητά της επιθυμίας που στηρίζει αυτή την υπόθεση. Υπό αυτή την έννοια έχουμε να κάνουμε με μια κρίση που, όπως όλος ο κόσμος το διαισθάνεται, θα έχει φοβερές συνέπειες στους ανθρώπους, αυτό είναι βέβαιο και έχει ήδη ξεκινήσει. Αλλά πρόκειται και για μια κρίση της οποίας οι πρωταγωνιστές δεν είναι παρά μια χούφτα άνθρωποι. Όπως όλοι διαισθάνονται, εκτός από πολιτική και οικονομική, αυτή η κρίση είναι και ένα είδος μεταφυσικής κρίσης, διότι το ίδιο το σύμπαν της υποκειμενικότητας βρίσκεται σε κρίση. Και με αυτή την έννοια, τώρα αποκαλύπτεται ότι το σύστημα των επιθυμιών βάσει του οποίου όλα αυτά οικοδομήθηκαν και του οποίου οι άνθρωποι ήταν αιχμάλωτοι, τους οδηγεί σε ένα χάσμα, μια τρύπα, έναν όλεθρο. Μπορεί τα δολάρια να εξαφανίζονται κατά χιλιάδες σ’ ένα πηγάδι χωρίς πάτο, κυρίως όμως η επιθυμούσα υποκειμενικότητα βλέπει κατάματα τη μηδαμινότητά της.
ΖΩΗ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΑΠΕΙΡΟΤΗΤΑ
Δ. Βεργέτης. Προσπαθούμε να προσδιορίσουμε τη ζωή σύμφωνα με τον ορισμό που θέλει τον άνθρωπο να είναι θνητό ζώο, κάτι στο οποίο ο Μπαντιού αντιπροτείνει τον άνθρωπο ως αθάνατη ενικότητα όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος. Αυτό λοιπόν που καθιστά τον άνθρωπο αθάνατη ενικότητα είναι η ενσωμάτωσή του σε μια διαδικασία αλήθειας. Και αυτό που προσιδιάζει σε μια διαδικασία αλήθειας είναι η απειροποίησή της, η σχέση της με το άπειρο. Προϋπόθεση είναι λοιπόν ο άνθρωπος να εγγραφεί πιστά σε μια άπειρη διαδικασία αλήθειας. Μόνο έτσι μπορούμε να προσεγγίσουμε τη ζωή. Θα ήθελα ο Αλέν να πει δυο λόγια σχετικά μ’ αυτό.
Α. Μπαντιού. Τούτη η ερώτηση, «Τι σημαίνει να ζει κανείς», που είναι το οδηγητικό μας νήμα, κατ’ εμέ τοποθετείται μεταξύ δυο μαχών σε δυο μέτωπα που αφορούν άμεσα το θέμα του άπειρου. Η πρώτη, την οποία προ ολίγου υπενθύμισες, συνίσταται στο να αποσπάσουμε το άπειρο απ’ τη θρησκεία, στο να εκκοσμικεύσουμε το άπειρο, και αν το θέσουμε πιο θεωρητικά, στο να το αποσπάσουμε κι από το Ένα, από την κατακυρίευσή του από το Ένα, και κατά βάθος αυτό το Ένα είναι που αποκαλούμε Θεό. Από θεωρητική σκοπιά, Θεός είναι η στιγμή που το άπειρο αιχμαλωτίζεται από το Ένα. Η άλλη μάχη είναι η μάχη ενάντια στην αμιγή περατότητα, αυτήν που συμπεραίνουμε απ’ το θάνατο του Θεού. Το συμπέρασμα δηλαδή, ότι το μόνο που υπάρχει είναι το πεπερασμένο. Η δεύτερη αυτή τάση είναι όχι μόνο συμβατή με τον καπιταλισμό, αλλά είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός που την έχει στήσει. Ο καπιταλισμός έχει απόλυτα ανάγκη την περατότητα, για τους λόγους που ήδη διερευνήσαμε, δηλαδή επειδή προτείνει στην επιθυμία την αέναη διαδοχή των αντικειμένων και επειδή συρρικνώνει την ανθρώπινη ύπαρξη στην κυκλοφορία τους. Συνεπώς ο καπιταλισμός προτείνει κατ’ ουσία αυτό που έλεγες, δηλαδή τον άνθρωπο ως πεπερασμένο ζώο, παραδομένο στην περατότητά του, και πέρα ως πέρα θνητό, και κατ’ αυτό τον τρόπο στην πραγματικότητα τον εξομοιώνει με τα αντικείμενα. Γι’ αυτό τα αντικείμενα κυκλοφορούν μαζί με άλλα αντικείμενα απείρως θνητά. Και οι άνθρωποι προορίζονται να αποσυρθούν στη χωματερή όπως τα αυτοκίνητα που δεν είναι πια στη μόδα. Εξ ου και ο ύμνος στη νεότητα αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, σε αντίθεση με την παράδοση, ακριβώς διότι όταν γερνάμε, δεν επιθυμούμε αρκετά, άρα καταναλώνουμε λιγότερο, δεν καταναλώνουμε αρκετά. Γι’ αυτό πρέπει να συλλάβουμε φιλοσοφικά, αλλά και πολιτικά, την εκκοσμικευση απ’ τη μία του απείρου, την παραδοχή ότι το άπειρo είναι πολύ κοντά μας, ότι η ζωή μας έχει διαρκώς να κάνει με το άπειρο, και απ’ την άλλη να αποσπάσουμε το άπειρο από κάθε θεολογία, από κάθε παραδοσιακά νοούμενη μεταφυσική φιγούρα. Πράγματι, ο Δημήτρις συνόψισε πολύ καλά την πρότασή μου, ότι δηλαδή απ’ τη μία πρέπει να πούμε ότι ο άνθρωπος είναι ένα ζώο, είμαστε άλλωστε ματεριαλιστές όλοι, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο άνθρωπος είναι θνητός, ότι γερνάει, ότι έχει συμφέροντα, ότι για να επιβιώσει έχει ανάγκη από αντικείμενα. Όλα αυτά υπάγονται στη σφαίρα του ματεριαλισμού την οποία αναγνωρίζουμε απόλυτα. Αλλά απ΄την άλλη, ο άνθρωπος σχετίζεται με το άπειρο, και κατά βάθος έτσι ορίζουμε πολύ απλά ό,τι αποκαλούμε σκέψη. Ο άνθρωπος ως σκεπτόμενο ον, είναι πολύ απλά η ιδιαίτερη σχέση που έχει με το άπειρο. Κι αυτό το άπειρο είναι παρόν διότι υπάρχει μέσα στην ίδια την πολλαπλότητα, και ο άνθρωπος έχει πρόσβαση σ’ αυτό, κατά τρόπο συμπυκνωμένο, μέσω της σκέψης. Αποκαλώ σχέση με το άπειρο μια αλήθεια, κι αυτή η αλήθεια προτείνω να πούμε ότι ανιχνεύεται στην επιστήμη, στην τέχνη, στην ποίηση και τη δημιουργία, στην πολιτική εφόσον πρόκειται για μια πολιτική του απείρου, δηλαδή μια ποιητική της χειραφέτησης, μια ποιητική του μέλλοντος όπως έλεγες, όπως επίσης και στον έρωτα, διότι ο έρωτας είναι η σκηνή της μετάβασης από το Ένα στο Δύο, είναι δηλαδή η πρώτη εμπειρία στοιχειώδους πολλαπλότητας αυτού που βρίσκεται επέκεινα του Ενός. Συνεπώς, σε όλα αυτά ενυπάρχει το άπειρο, και μπορούμε, ως άτομα, ως ζώα, να ενσωματωθούμε στις διαδικασίες στις οποίες ξεδιπλώνεται η πρόσβαση στο άπειρο. Και μέσα από τούτο το επίπεδο, η ζωή παίρνει άλλο νόημα, διότι γίνεται μια ζωή που σχετίζεται με το άπειρο. Και απ’ αυτή την οπτική γωνια, η απάντηση στο ερώτημα «Τι σημαίνει να ζει κανείς» είναι το να ζει κανείς ως θνητό ζώο που σχετίζεται στη ζωή του με μια ορισμένη έκφραση του απείρου και της αθανασίας. Διότι προφανώς δεν αποκαλώ αθανασία τη μετά θάνατον επιβίωση της ψυχής, Αποκαλώ αθανασία μια ορισμένη εμπειρία μες στο χρόνο, τον ίδιο το χρόνο που καθιστά εφικτό για εμάς το ιδεώδες που διατυπώθηκε ως εξής απ’ τον Αριστοτέλη: να ζει κανείς όσο μπορεί ως αθάνατος. Θέλω να επαναλάβω τη ρήση του Σπινόζα «έχουμε πρόσβαση στην εμπειρία της αιωνιότητάς μας» , η οποία δε σημαίνει ότι η σωματική και ατομική μας σύσταση θα υπερβεί το θάνατο, αλλά ότι μετέχουμε σε μια ορισμένη διάσταση αθανασίας και αιωνιότητας, πράγμα το οποίο βιώνουμε στην ίδια μας τη ζωή.
[…] Άρα, στο ερώτημα «Τι σημαίνει να ζει κανείς;», μπορούμε να δώσουμε δυο αντιδιαμετρικές απαντήσεις. Η πρώτη απάντηση είναι ότι σημαίνει να επιβιώνει, δηλαδή να ζει όσο το δυνατόν προς το συμφέρον του και κατά βάθος να είναι αιώνια καταδικασμένος σε θάνατο. Εξ ου και η φτωχή ζωή, η αμυντική ζωή, η ζωή που είναι εν τέλει καθαρή άρνηση. Εναλλακτικά μπορούμε ν’ απαντήσουμε ότι το να ζει κανείς σημαίνει να εντοπίζει το πεδίο, τις δυνατότητες σύμφωνα με τις οποίες βιώνει τη σχέση του με το άπειρο, δηλαδή αυτή τη μορφή αιωνιότητας μες στο χρόνο που η φιλοσοφία αποκαλεί αλήθεια. Θα μπορούσαμε να πούμε πως σημαίνει να ζει κανείς ως προς ορισμένες αλήθειες. Οι αλήθειες είναι πληθυντικού αριθμού. Δεν υπάρχει η Αλήθεια με Α κεφαλαίο, αυτό θα ήταν αιχμαλωσία εντός του Ενός.